φθεγκτός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
φθεγκτή, φθεγκτόν, capable of being sounded, Plu.2.1017f.
German (Pape)
[Seite 1270] adj. verb. von φθέγγομαι, lautend, tönend, einen Ton, Klang habend, Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui rend un son.
Étymologie: φθέγγομαι.
Russian (Dvoretsky)
φθεγκτός: [adj. verb. к φθέγγομαι звучащий или звучный (τόνος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φθεγκτός: -ή, -όν, ῥηματ., ἐπίθ., ὁ ἠχῶν, φωνητικός, ἔχων φωνήν, Πλούτ. 2. 1017F· ― ὡσαύτως παρὰ τῷ Μαξίμ. Τυρ. 14. 2, φθεγκτικός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φθέγγομαι
αυτός που έχει ή μπορεί να παραγάγει φωνή.