φιλοτιμέομαι: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοτῑμέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐφιλοτιμήθην</i>· παρακ. <i>πεφιλοτίμημαι</i> ([[φιλότιμος]])·<br /><b class="num">1.</b> αποθ., [[αγαπώ]] ή ζητάω τις τιμές, είμαι [[φιλόδοξος]], αμιλλώμενος, ζηλιάρης, σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[φιλοτιμέομαι]] [[ὅτι]]..., [[ζηλεύω]] [[επειδή]]..., σε Ξεν.· το [[αντικείμενο]] της φιλοδοξίας συμπληρώνεται με πρόθ., [[φιλοτιμέομαι]] [[ἐπί]] τινι, [[υπερηφανεύομαι]] για [[κάτι]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>ἔντινι</i>, σε Πλάτ.· με ουδ. επίθ., [[ἀεί]] τι φιλοτιμούμενος, [[ψάχνω]] πάντα [[αντικείμενο]] φιλοδοξίας, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[παλεύω]] με [[προθυμία]] και [[άμιλλα]] να κάνω κάποιο [[πράγμα]], [[προσπαθώ]] με [[ειλικρίνεια]] και [[θέρμη]], στον ίδ.· με αιτ. και απαρ., είμαι αγχωμένος με..., στον ίδ.
|lsmtext='''φῐλοτῑμέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐφιλοτιμήθην</i>· παρακ. <i>πεφιλοτίμημαι</i> ([[φιλότιμος]])·<br /><b class="num">1.</b> αποθ., [[αγαπώ]] ή ζητάω τις τιμές, είμαι [[φιλόδοξος]], αμιλλώμενος, ζηλιάρης, σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[φιλοτιμέομαι]] [[ὅτι]]..., [[ζηλεύω]] [[επειδή]]..., σε Ξεν.· το [[αντικείμενο]] της φιλοδοξίας συμπληρώνεται με πρόθ., [[φιλοτιμέομαι]] [[ἐπί]] τινι, [[υπερηφανεύομαι]] για [[κάτι]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>ἔντινι</i>, σε Πλάτ.· με ουδ. επίθ., [[ἀεί]] τι φιλοτιμούμενος, [[ψάχνω]] πάντα [[αντικείμενο]] φιλοδοξίας, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[παλεύω]] με [[προθυμία]] και [[άμιλλα]] να κάνω κάποιο [[πράγμα]], [[προσπαθώ]] με [[ειλικρίνεια]] και [[θέρμη]], στον ίδ.· με αιτ. και απαρ., είμαι αγχωμένος με..., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοτῑμέομαι:''' (fut. φιλοτιμήσομαι - поздн. Diod. φιλοτιμηθήσομαι; aor. ἐφιλοτιμήθην - поздн. Polyb. ἐφιλοτιμησάμην; pf. πεφιλοτίμημαι)<br /><b class="num">1)</b> стремиться к почестям, быть честолюбивым Plat., Dem.;<br /><b class="num">2)</b> считать для себя вопросом чести: φ. ἐπί и ἔν τινι Plat., [[ὑπέρ]] τινος Isocr., περί и [[ἀπό]] τινος и περί τι Plut., εἴς τι Diod. искать себе чести в чем-л.; φιλοτιμούμενοι, ὅτι ποιεῖν τι δύνανται Lys. считая для себя вопросом чести, что могут что-л. сделать; φ. φίλῳ τινὶ [[χρῆσθαι]] Xen. считать для себя честью дружить с кем-л.; φ. πρὸς τοὺς ἄλλους Plat. гордясь (хвастаясь) перед другими; φ. πρὸς ἀλλήλους Plat. соревноваться друг с другом; πρὸς ἃ ἐγὼ φιλοτιμοῦμαι Xen. цели моего честолюбия, т. е. мои стремления; μὴ φιλοτιμοῦ ἐλέγχων Plat. не старайся во что бы то ни стало опровергнуть (других);<br /><b class="num">3)</b> чувствовать себя задетым: [[εἰδώς]] με [[μάχιμον]] [[ὄντα]] φιλοτιμούμενος Arph. он знает, что я храбр, и завидует; ἀπέπλευσαν φιλοτιμηθέντες, ὅτι … Xen. они отплыли, задетые (обиженные) тем, что ….
}}
}}