Anonymous

φυσιάω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῡσιάω:''' Επικ. μτχ. αμτβ., [[φυσάω]], ξεφυσάω, [[αναπνέω]] [[δυνατά]], [[ασθμαίνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''φῡσιάω:''' Επικ. μτχ. αμτβ., [[φυσάω]], ξεφυσάω, [[αναπνέω]] [[δυνατά]], [[ασθμαίνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''φῡσιάω:''' тяжело дышать, храпеть (ἵπποι [[φυσιόωντες]] Hom.): φ. τινι Aesch. задыхаться от чего-л.; φυσιῶν ἐχβάλλει πνοήν (v. l. ῥοήν) Soph. он с хрипением испускает дух.
}}
}}