Anonymous

φύσημα: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φύσημα:''' -ατος, τό (φῡσάω)·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που φυσιέται ή παράγεται από το [[φύσημα]], [[φύσημα]] δύστλητον, [[δυσχερής]] [[αναπνοή]], σε Ευρ.· <i>δνοφώδη αἰθέρος φυσήματα</i>, ισχυρό [[φύσημα]] καταιγίδας, στον ίδ.· πόντιον [[φύσημα]], τρικυμισμένη ή φουρτουνιασμένη [[θάλασσα]], σε Ευρ.· [[μέλανος]] αἵματος φυσήματα, μαύρο [[αίμα]] που τρέχει από τα ρουθούνια, λέγεται για τη [[σφαγή]] μικρών βοοειδών, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κρατήρας]], σε Λουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[φύσημα]], [[πνοή]], [[ξεφύσημα]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.· μεταφ., [[αλαζονεία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''φύσημα:''' -ατος, τό (φῡσάω)·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που φυσιέται ή παράγεται από το [[φύσημα]], [[φύσημα]] δύστλητον, [[δυσχερής]] [[αναπνοή]], σε Ευρ.· <i>δνοφώδη αἰθέρος φυσήματα</i>, ισχυρό [[φύσημα]] καταιγίδας, στον ίδ.· πόντιον [[φύσημα]], τρικυμισμένη ή φουρτουνιασμένη [[θάλασσα]], σε Ευρ.· [[μέλανος]] αἵματος φυσήματα, μαύρο [[αίμα]] που τρέχει από τα ρουθούνια, λέγεται για τη [[σφαγή]] μικρών βοοειδών, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κρατήρας]], σε Λουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[φύσημα]], [[πνοή]], [[ξεφύσημα]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.· μεταφ., [[αλαζονεία]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φύσημα:''' ατος (ῡ) τό<br /><b class="num">1)</b> дыхание: φ. ἀνεὶς δύστλητον Eur. тяжело дышащий, издающий (предсмертное) хрипение;<br /><b class="num">2)</b> дуновение, веяние (αἰθέρος φυσήματα Eur.): φυσήματα κρυσταλλόπηκτα Eur. леденящие ветры;<br /><b class="num">3)</b> клокотание, бурление: πόντιον φ. Eur. волнующееся море; αἵματος φυσήματα Eur. ключом бьющая кровь;<br /><b class="num">4)</b> храпение, храп (τῶν ἵππων Xen.);<br /><b class="num">5)</b> вздутие, пузырь: ὠκύμορον φ. Luc. быстро лопающийся пузырь;<br /><b class="num">6)</b> надутость, спесь ([[ὄγκος]] καὶ φ. Plut.): πολιτικὸν φ. φυσᾶν - см. [[φυσάω]] 8.
}}
}}