Anonymous

χαλαστικός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(46)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[χαλῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[χαλάρωση]], που ξεσφίγγει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που προκαλεί [[μείωση]] της έντασης («ὁ χαλαστικὸς [[τρόπος]] τῆς ἐπιμελείας», Σέξτ. Εμπ.).
|mltxt=-ή, -όν, Α [[χαλῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[χαλάρωση]], που ξεσφίγγει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που προκαλεί [[μείωση]] της έντασης («ὁ χαλαστικὸς [[τρόπος]] τῆς ἐπιμελείας», Σέξτ. Εμπ.).
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰλαστικός:''' расслабляющий Plut., Sext.
}}
}}