Anonymous

φρουρά: Difference between revisions

From LSJ
1,270 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φρουρά:''' Ιων. -ρή, <i>ἡ</i> (βλ. [[φρουρός]]), [[φύλαξη]], [[παρακολούθηση]], [[φυλακή]], ως [[καθήκον]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· <i>φρουρὰν ἄζηλον ὄχησω</i>, θα κρατήσω [[φύλαξη]] [[χωρίς]] φθόνο, σε Αισχύλ.· <i>φρουρὰ ὄμματος</i>, το παρατηρητικο [[μάτι]] μου, σε Σοφ.· φρουρᾶς [[ᾄδειν]], [[τραγουδώ]] ενόσω είμαι στη [[φρουρά]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[φυλακή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[φρουρά]], [[φρούρηση]], [[φύλαξη]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· [[ιδίως]] λέγεται για τα [[σύνορα]] τα οποία φρουρούνταν από τις <i>περιπόλους</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> στη [[Σπάρτη]], [[σώμα]] [[ανδρών]] ορισμένο για στρατιωτική [[υπηρεσία]], <i>φρουρὰν φαίνειν</i> (βλ. [[φαίνω]] Α. I. 5).
|lsmtext='''φρουρά:''' Ιων. -ρή, <i>ἡ</i> (βλ. [[φρουρός]]), [[φύλαξη]], [[παρακολούθηση]], [[φυλακή]], ως [[καθήκον]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· <i>φρουρὰν ἄζηλον ὄχησω</i>, θα κρατήσω [[φύλαξη]] [[χωρίς]] φθόνο, σε Αισχύλ.· <i>φρουρὰ ὄμματος</i>, το παρατηρητικο [[μάτι]] μου, σε Σοφ.· φρουρᾶς [[ᾄδειν]], [[τραγουδώ]] ενόσω είμαι στη [[φρουρά]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[φυλακή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[φρουρά]], [[φρούρηση]], [[φύλαξη]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· [[ιδίως]] λέγεται για τα [[σύνορα]] τα οποία φρουρούνταν από τις <i>περιπόλους</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> στη [[Σπάρτη]], [[σώμα]] [[ανδρών]] ορισμένο για στρατιωτική [[υπηρεσία]], <i>φρουρὰν φαίνειν</i> (βλ. [[φαίνω]] Α. I. 5).
}}
{{elru
|elrutext='''φρουρά:''' ион. [[φρουρή]] ἡ [[πρό]] + [[ὁράω]]<br /><b class="num">1)</b> бдительность: ὄμματος φ. Soph. бдительное око;<br /><b class="num">2)</b> несение охраны, охрана (δόμων Eur.): φρουρᾶς (sc. [[ἕνεκα]]) [[ᾄδειν]] Arph. петь, чтобы не уснуть на посту, перен. не спать ночью, бодрствовать; φρουρὰν ἄζηλον ὀχεῖν Aesch. находиться на незавидном посту, перен. влачить мучительное существование;<br /><b class="num">3)</b> стража, гарнизон Her., Xen., Dem.: ἐν τῇ νήσῳ φρουρὰν ἐγκαταλιπεῖν Thuc. оставить на острове гарнизон; στρατεῖαι καὶ φρουραί Luc. полевая и гарнизонная служба;<br /><b class="num">4)</b> (в Спарте) экспедиционное войско: φρουρὰν φαίνειν ἐπί τινα Xen. объявить набор экспедиционного корпуса против кого-л.;<br /><b class="num">5)</b> тюрьма, темница Plat.
}}
}}