Anonymous

χατίζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χᾰτίζω:'''<b class="num">1.</b> μόνο σε ενεστ., έχω [[ανάγκη]] από, [[επιθυμώ]], με γεν., σε Όμηρ.· απόλ., <i>οὐδὲχατίζων</i>, δεν έχω [[ανάγκη]] (από κάποιο [[πράγμα]]), σε Όμηρ.· <i>χατίζων</i>, αυτός που βρίσκεται σε [[ανάγκη]], [[φτωχός]] [[άνθρωπος]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[ενδεής]], στερούμαι, είμαι [[χωρίς]] [[κάτι]], <i>χᾰτίζω ἔργοιο</i>, δηλ. είμαι [[οκνηρός]], στον ίδ. — Μέσ., [[αποτυγχάνω]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''χᾰτίζω:'''<b class="num">1.</b> μόνο σε ενεστ., έχω [[ανάγκη]] από, [[επιθυμώ]], με γεν., σε Όμηρ.· απόλ., <i>οὐδὲχατίζων</i>, δεν έχω [[ανάγκη]] (από κάποιο [[πράγμα]]), σε Όμηρ.· <i>χατίζων</i>, αυτός που βρίσκεται σε [[ανάγκη]], [[φτωχός]] [[άνθρωπος]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[ενδεής]], στερούμαι, είμαι [[χωρίς]] [[κάτι]], <i>χᾰτίζω ἔργοιο</i>, δηλ. είμαι [[οκνηρός]], στον ίδ. — Μέσ., [[αποτυγχάνω]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰτίζω:''' (только praes.)<br /><b class="num">1)</b> иметь надобность, нуждаться (τινός Hom., Pind., Eur.): οὔ τι διζήμενος οὐδὲ χατίζων Hom. не ища чего-л. и не нуждаясь (в нем); χατίζων Hes. нуждающийся, бедный;<br /><b class="num">2)</b> не иметь: ἔργοιο χατίζων Hes. сидя без дела, бездействуя.
}}
}}