Anonymous

χειροποίητος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χειροποίητος:''' -ον, αυτός που έχει φτιαχτεί με το [[χέρι]], [[τεχνητός]], αντίθ. προς το [[αὐτοφυής]] ([[φυσικός]]), σε Ηρόδ.· <i>φλὸξ χειροποίητη</i>, [[φωτιά]] που άναψε από [[χέρι]] ανθρώπου, σε Θουκ.
|lsmtext='''χειροποίητος:''' -ον, αυτός που έχει φτιαχτεί με το [[χέρι]], [[τεχνητός]], αντίθ. προς το [[αὐτοφυής]] ([[φυσικός]]), σε Ηρόδ.· <i>φλὸξ χειροποίητη</i>, [[φωτιά]] που άναψε από [[χέρι]] ανθρώπου, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''χειροποίητος:''' <b class="num">1)</b> сделанный руками (человека), искусственный ([[λίμνη]] Her.; [[ἔργον]] Plat.): [[σκῆπτρον]] χειροποίητον Her. посох ручной выделки; ὁδὸς χ. Xen. искусственно проложенная дорога; φλὸξ χ. Thuc. поджог;<br /><b class="num">2)</b> выдуманный, мнимый (αἰτίαι Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> рукотворный (ἅγια NT).
}}
}}