Anonymous

φοβέω: Difference between revisions

From LSJ
1,946 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φοβέω:''' ([[φόβος]])· γʹ πληθ. προστ. [[φοβεόντων]]· Ιων. προστ. [[φοβέεσκον]]· μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐφόβησα</i> — Παθ. και Μέσ., Ιων. βʹ ενικ. [[φόβεαι]]· Ιων. προστ. [[φόβεο]] ή [[φοβεῦ]], Επικ. γʹ πληθ. προστ. <i>φοβέοντο</i>· μέλ. <i>φοβήσομαι</i>, [[έπειτα]] <i>φοβηθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐφοβήθην</i>, Επικ. γʹ πληθ. [[ἐφόβηθεν]] ή [[φόβηθεν]], παρακ. <i>πεφόβημαι</i>, υπερσ. <i>ἐφοβήμην</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>-ήᾰτο</i>. Α. Ενεργ.,<br /><b class="num">I.</b> [[τρέπω]] σε [[φυγή]], Λατ. [[fugo]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[προξενώ]] φόβο, [[τρομοκρατώ]], [[φοβίζω]], [[τρομάζω]], Λατ. terre, σε Ηρόδ., Αττ.· [[πόνος]] ὁ μὴ φοβών, [[ελεύθερος]] από το φόβο, σε Σοφ.· <i>φοβήσαντες κατεστήσαντο τὴν πολιτείαν</i>, επέβαλαν μέσω του φόβου, σε Πλάτ. <b>Β.</b> Παθ. και Μέσ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> τρέπομαι σε [[φυγή]], [[φεύγω]] τρομοκρατημένος, [[φεύγω]], σε Όμηρ.· <i>φοβηθείς</i>, αυτός που τράπηκε σε [[φυγή]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑπότινος φοβέεσθαι</i>, [[φεύγω]] [[μπροστά]] στη [[θωριά]] κάποιου, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[γεμίζω]] με φόβο, τρομοκρατούμαι, [[φοβάμαι]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>φοβεῖσθαι εἴς</i> ή [[πρός]] τι, [[φοβάμαι]] κάποιο [[πράγμα]], σε Σοφ.· [[ἀμφί]] τινι, [[φοβάμαι]] σχετικά με κάποιο [[πράγμα]], σε Ηρόδ.· <i>περίτινος</i>, σε Ξεν.· [[περί]] τινι, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>φοβεῖσθαι μή..</i>., [[φοβάμαι]] [[μήπως]] συμβεί ένα [[πράγμα]], Λατ. veneri ne..., σε Ευρ. κ.λπ.· επίσης, [[φοβέω]] [[ὅπως]] μή..., σε Θουκ.· ομοίως, [[φοβέω]] [[ὅτι]]... ὡς, [[φοβάμαι]] ότι..., όχι όπως Λατ. vereri ut..., στον ίδ. κ.λπ.· [[φοβέω]], με απαρ. [[φοβάμαι]] να κάνω, είμαι τρομοκρατημένος ως προς το να κάνω [[κάτι]], σε Αισχύλ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[στέκομαι]] με φόβο [[μπροστά]] από, [[τρομάζω]], [[φοβάμαι]], σε Σοφ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., [[φοβάμαι]] ή [[φοβάμαι]] σχετικά με κάποιο [[πράγμα]], στον ίδ.
|lsmtext='''φοβέω:''' ([[φόβος]])· γʹ πληθ. προστ. [[φοβεόντων]]· Ιων. προστ. [[φοβέεσκον]]· μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐφόβησα</i> — Παθ. και Μέσ., Ιων. βʹ ενικ. [[φόβεαι]]· Ιων. προστ. [[φόβεο]] ή [[φοβεῦ]], Επικ. γʹ πληθ. προστ. <i>φοβέοντο</i>· μέλ. <i>φοβήσομαι</i>, [[έπειτα]] <i>φοβηθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐφοβήθην</i>, Επικ. γʹ πληθ. [[ἐφόβηθεν]] ή [[φόβηθεν]], παρακ. <i>πεφόβημαι</i>, υπερσ. <i>ἐφοβήμην</i>, Επικ. γʹ πληθ. <i>-ήᾰτο</i>. Α. Ενεργ.,<br /><b class="num">I.</b> [[τρέπω]] σε [[φυγή]], Λατ. [[fugo]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[προξενώ]] φόβο, [[τρομοκρατώ]], [[φοβίζω]], [[τρομάζω]], Λατ. terre, σε Ηρόδ., Αττ.· [[πόνος]] ὁ μὴ φοβών, [[ελεύθερος]] από το φόβο, σε Σοφ.· <i>φοβήσαντες κατεστήσαντο τὴν πολιτείαν</i>, επέβαλαν μέσω του φόβου, σε Πλάτ. <b>Β.</b> Παθ. και Μέσ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> τρέπομαι σε [[φυγή]], [[φεύγω]] τρομοκρατημένος, [[φεύγω]], σε Όμηρ.· <i>φοβηθείς</i>, αυτός που τράπηκε σε [[φυγή]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὑπότινος φοβέεσθαι</i>, [[φεύγω]] [[μπροστά]] στη [[θωριά]] κάποιου, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[γεμίζω]] με φόβο, τρομοκρατούμαι, [[φοβάμαι]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>φοβεῖσθαι εἴς</i> ή [[πρός]] τι, [[φοβάμαι]] κάποιο [[πράγμα]], σε Σοφ.· [[ἀμφί]] τινι, [[φοβάμαι]] σχετικά με κάποιο [[πράγμα]], σε Ηρόδ.· <i>περίτινος</i>, σε Ξεν.· [[περί]] τινι, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>φοβεῖσθαι μή..</i>., [[φοβάμαι]] [[μήπως]] συμβεί ένα [[πράγμα]], Λατ. veneri ne..., σε Ευρ. κ.λπ.· επίσης, [[φοβέω]] [[ὅπως]] μή..., σε Θουκ.· ομοίως, [[φοβέω]] [[ὅτι]]... ὡς, [[φοβάμαι]] ότι..., όχι όπως Λατ. vereri ut..., στον ίδ. κ.λπ.· [[φοβέω]], με απαρ. [[φοβάμαι]] να κάνω, είμαι τρομοκρατημένος ως προς το να κάνω [[κάτι]], σε Αισχύλ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[στέκομαι]] με φόβο [[μπροστά]] από, [[τρομάζω]], [[φοβάμαι]], σε Σοφ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., [[φοβάμαι]] ή [[φοβάμαι]] σχετικά με κάποιο [[πράγμα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φοβέω:''' чаще med.<br /><b class="num">1)</b> поражать страхом, устрашать, пугать (τινά τινι Aesch., Eur., Thuc.): ᾧ μή ᾽στι δρῶντι [[τάρβος]] οὐδ᾽ [[ἔπος]] φοβεῖ Soph. у кого нет страха перед преступлением, того и слово не испугает; [[πόνος]] ὁ μὴ φοβῶν Soph. нестрашный труд; φοβήσαντες κατεστήσαντο τὴν πολιτείαν Plat. (олигархи) установили свой строй путем террора; φοβεῖσθαί τινα (τι) Thuc., Plat., Trag., τινι Eur., ἔκ τινος и εἴς или πρός τι Soph., ἐπί τινι Luc. бояться кого(чего)-л.; φοβεῖσθαι [[ἀμφί]] τινι Her., περί τινι Thuc., Plat., πρός τινος Soph., [[ὑπέρ]] τινος и περί τι Plat. бояться за кого(что)-л.; φόβους или φόβον φοβεῖσθαι Eur., Plat. испытывать страх; χλωροὶ ὑπαὶ [[δείους]], πεφοβημένοι Hom. бледные от страха, объятые ужасом; φοβούμενος ἐξοστρακισθῆναι Plut. опасаясь изгнания; φοβεῖσθαι ([[ὅπως]]) μή … Soph., Thuc., Xen. бояться, что (как бы не) …;<br /><b class="num">2)</b> обращать в бегство (στίχας [[ἀνδρῶν]] Hom.): φοβέοντο [[βόες]] ὥς, ἅστε [[λέων]] ἐφόβησε Hom. они бежали словно коровы, которых лев обратил в бегство; φοβεῖσθαι [[ὑπό]] τινος, φ. [[ὑπό]] τινι и φ. τινα Hom. (в страхе) бежать от кого-л.; βῆ φοβηθείς Hom. он в страхе бежал.
}}
}}