Anonymous

χεριάρης: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χεριάρης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἀραρίσκω]]), [[επιδέξιος]] στα χειρωνακτικά έργα, [[επιδέξιος]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''χεριάρης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἀραρίσκω]]), [[επιδέξιος]] στα χειρωνακτικά έργα, [[επιδέξιος]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χεριάρης:''' άρᾱ (ᾰρ) adj. ловко работающий руками, искусный (τέκτονες Pind.).
}}
}}