χεριάρης

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερῐάρης Medium diacritics: χεριάρης Low diacritics: χεριάρης Capitals: ΧΕΡΙΑΡΗΣ
Transliteration A: cheriárēs Transliteration B: cheriarēs Transliteration C: cheriaris Beta Code: xeria/rhs

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, skilled in fitting with the hand, dexterous, τέκτονες Pi.P.5.35.

German (Pape)

[Seite 1349] ὁ, = χερήρης, τέκτονες, Pind. P. 5, 35.

French (Bailly abrégé)

αρα;
adj. m.
adroit de ses mains, habile.
Étymologie: χείρ, ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

χεριάρης: άρᾱ (ᾰρ) adj. ловко работающий руками, искусный (τέκτονες Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

χεριάρης: [ᾰ], -ου, ὁ, δεξιός, ἔμπειρος εἰς ἔργα διὰ χειρῶν γινόμενα, χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλα Πινδ. Π. 5. 47.

Greek Monolingual

ὁ, Α
επιδέξιος στα χέρια, δεξιοτέχνης («χεριαρᾱν τεκτόνων δαίδαλα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < χείρ + ἀραρίσκω «εφαρμόζω, συνάπτω»].

Greek Monotonic

χεριάρης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἀραρίσκω), επιδέξιος στα χειρωνακτικά έργα, επιδέξιος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

χερι-ᾰ́ρης, ου, ὁ, ἀραρίσκω
skilled in fitting with the hand, dexterous, Pind.