Anonymous

φοινικοπάρῃος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φοινῑκοπάρῃος:''' [ᾰ], -ον, Ιων. αντί <i>-πάρειος</i>, αυτός που έχει κόκκινα μάγουλα, επίθ. για πλοία οι πρώρες των οποίων είναι βαμμένες κόκκινες, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''φοινῑκοπάρῃος:''' [ᾰ], -ον, Ιων. αντί <i>-πάρειος</i>, αυτός που έχει κόκκινα μάγουλα, επίθ. για πλοία οι πρώρες των οποίων είναι βαμμένες κόκκινες, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φοινῑκοπάρῃος:''' пурпурнощекий, т. е. с пурпурными бортами ([[νηῦς]] Hom.).
}}
}}