Anonymous

φοινικοπάρῃος: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_5)
(6)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux flancs (<i>litt.</i> aux joues) écarlates (navire).<br />'''Étymologie:''' ion. p. *φοινικοπαρειος de [[φοῖνιξ]]¹, [[παρειά]].
|btext=ος, ον :<br />aux flancs (<i>litt.</i> aux joues) écarlates (navire).<br />'''Étymologie:''' ion. p. *φοινικοπαρειος de [[φοῖνιξ]]¹, [[παρειά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φοινῑκοπάρῃος:''' [ᾰ], -ον, Ιων. αντί <i>-πάρειος</i>, αυτός που έχει κόκκινα μάγουλα, επίθ. για πλοία οι πρώρες των οποίων είναι βαμμένες κόκκινες, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}