Anonymous

ὤψ: Difference between revisions

From LSJ
439 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὤψ:''' ἡ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), [[μάτι]], [[πρόσωπο]], όψη, σε Όμηρ., Ησίοδ.· εἰςὦπα [[ἰδέσθαι]] τινί, [[κοιτάζω]] κάποιον [[κατάματα]], σε Ομήρ. Ιλ.· και απόλ., εἰς ὦπα [[ἰδέσθαι]], σε Ομήρ. Οδ.· [[αλλά]], <i>θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν</i>, (λέγεται για την Ελένη) είναι στο [[πρόσωπο]] όμοια με τις αθάνατες θεές, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὤψ:''' ἡ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), [[μάτι]], [[πρόσωπο]], όψη, σε Όμηρ., Ησίοδ.· εἰςὦπα [[ἰδέσθαι]] τινί, [[κοιτάζω]] κάποιον [[κατάματα]], σε Ομήρ. Ιλ.· και απόλ., εἰς ὦπα [[ἰδέσθαι]], σε Ομήρ. Οδ.· [[αλλά]], <i>θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν</i>, (λέγεται για την Ελένη) είναι στο [[πρόσωπο]] όμοια με τις αθάνατες θεές, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὤψ:''' ἡ, Theocr. ὁ (acc. ὦπα, pl. тж. τὰ ὦπα) взгляд, вид, pl. глаза, лицо: εἰς ὦπα [[ἰδέσθαι]] Hom. смотреть в лицо, взглянуть в глаза; θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν Hom. на вид она казалась богиней; καταταξεῖς δάκρυσι ὦπας Theocr. с заплаканными глазами.
}}
}}