3,276,318
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὤψ:''' ἡ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), [[μάτι]], [[πρόσωπο]], όψη, σε Όμηρ., Ησίοδ.· εἰςὦπα [[ἰδέσθαι]] τινί, [[κοιτάζω]] κάποιον [[κατάματα]], σε Ομήρ. Ιλ.· και απόλ., εἰς ὦπα [[ἰδέσθαι]], σε Ομήρ. Οδ.· [[αλλά]], <i>θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν</i>, (λέγεται για την Ελένη) είναι στο [[πρόσωπο]] όμοια με τις αθάνατες θεές, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὤψ:''' ἡ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), [[μάτι]], [[πρόσωπο]], όψη, σε Όμηρ., Ησίοδ.· εἰςὦπα [[ἰδέσθαι]] τινί, [[κοιτάζω]] κάποιον [[κατάματα]], σε Ομήρ. Ιλ.· και απόλ., εἰς ὦπα [[ἰδέσθαι]], σε Ομήρ. Οδ.· [[αλλά]], <i>θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν</i>, (λέγεται για την Ελένη) είναι στο [[πρόσωπο]] όμοια με τις αθάνατες θεές, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὤψ:''' ἡ, Theocr. ὁ (acc. ὦπα, pl. тж. τὰ ὦπα) взгляд, вид, pl. глаза, лицо: εἰς ὦπα [[ἰδέσθαι]] Hom. смотреть в лицо, взглянуть в глаза; θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν Hom. на вид она казалась богиней; καταταξεῖς δάκρυσι ὦπας Theocr. с заплаканными глазами. | |||
}} | }} |