Anonymous

ὡς: Difference between revisions

From LSJ
4,604 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὡς:'''<b class="num">Α. I. 1.</b> επίρρ. του τρόπου, ὥς (με τόνο), δεικτικό = [[οὕτως]], έτσι, [[τοιουτοτρόπως]], Λατ. sic, σε Όμηρ., Ηρόδ.· [[σπανίως]] στην Αττ.· <i>καὶ ὧς</i>, και μ' όλα αυτά, <i>οὐδ' ὧς</i>, <i>μηδ' ὧς</i>, όχι έτσι, με κανέναν τρόπο, σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> σε παρομοιώσεις, <i>ὥς..</i>., <i>ὡς..</i>., έτσι... όπως..., Λατ. sic... ut..., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> έτσι, για [[παράδειγμα]], σε Ομήρ. Οδ.· <b>II. 1.ὡς</b>, αναφ., όπως, [[καθώς]], Λατ. ut, [[πρώτα]] απαντά στον Όμηρ.· [[οὕτως]] ὡς, Λατ. sic ut· [[αλλά]] το δεικτικό [[συχνά]] παραλείπεται· οι παρομοιώσεις πολλές φορές εισάγονται με τα ὡς [[ὅτε]], ὡς δ' [[ὅτε]], όπου το [[ὅτε]] [[συχνά]] φαίνεται περιττό, [[ἤριπε]] δ', ὡς [[ὅτε]] [[πύργος]] ([[ἤριπε]]), σε Ομήρ. Ιλ.· το <i>ὡς</i> παίρνει τόνο όταν βρίσκεται στο [[τέλος]] της πρότασης ή όταν ακολουθεί τη [[λέξη]] απ' την οποία εξαρτάται· θεὸς δ' ὣς [[τίετο]] δήμῳ, σε Ομήρ. Ιλ.· οἱ δὲ φέβοντο [[βόες]] ὥς, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καθώς]], ακριβώς όπως, όπου μπορεί να βρίσκεται η αναφ. αντων. [[ὅσος]], π.χ. ἑλὼν [[κρέας]] ὣς ([[δηλαδή]] [[ὅσον]]) <i>αἱ χεῖρες ἐχάνδανον</i>, στο ίδ.· σοὶ θεοὶ πόροιεν ὡς ἐγὼ [[θέλω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> παρενθετικά, όταν ο [[ομιλητής]] υποστηρίζει μια γενική [[θέση]], <i>ὡς ἐμοὶ δοκεῖ</i>, <i>ὡς ἔοικε</i> κ.λπ., [[καθώς]] φαίνεται· [[συχνά]] μαζί με <i>γε</i> ή [[γοῦν]], ὡς [[γοῦν]], όπως σε [[κάθε]] [[περίπτωση]]· αυτές οι φράσεις έγιναν ελλειπτικές, <i>ὡς ἐμοὶ</i> ή <i>ὥς γ' ἐμοὶ</i> (<i>δοκεῖ</i>)· <i>ὡς ἀπ' ὀμμάτων</i> (ενν. <i>εἰκάσαι</i>), όσο μπορεί [[κανείς]] να κρίνει με τα μάτια, σε Σοφ.· επίσης, <i>ὡςΛακεδαιμόνιος</i> (ενν. <i>ὤν</i>), θεωρούμενος ως [[Λακεδαιμόνιος]], σε Θουκ.· <i>ὡςγυνή</i>, σαν [[γυναίκα]], όπως μια [[γυναίκα]], σε Σοφ.· έτσι το <i>ὡς</i> συνάπτεται με το [[αντικείμενο]] του ρήματος, <i>συμπέμψας αὐτὸν ὡς φύλακα</i> (ενν. [[εἶναι]]), έχει στείλει αυτόν μαζί με άλλους ως φύλακα, σε Ηρόδ.· <i>ὡς ἐπὶ φρυγανισμόν</i>, όπως αν συγκέντρωνα [[καύσιμα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> περιορίζει ή επιτείνει τη [[δύναμη]] των επιρρ.· ὡς [[ἀληθῶς]], όπως είναι η [[αλήθεια]], [[δηλαδή]] η πραγματική [[αλήθεια]], «το όντως ον», σε Πλάτ.· επίσης, ύστερα από επιρρ. που εκφράζουν [[κάτι]] εξωπραγματικό, έκτακτο και θαυμαστό, [[θαυμαστῶς]] ή [[θαυμασίως]] ὡς, [[ὑπερφυῶς]] ὡς· επίσης με υπερθ. όπως το [[ὅ τι]] και το [[ὅπως]]· ὡς [[μάλιστα]] = Λατ. [[quam]] [[maxime]], ὡς [[ῥᾷστα]] = [[quam]] facillime, ὡς [[τάχιστα]] = [[quam]] celerrime, σε Ηρόδ. κ.λπ.· στις φράσεις ὡς τὸ [[πολύ]], ὡς ἐπὶ τὸ [[πολύ]], σε Πλάτ.· ὡς ἐπὶ τὸ [[πλῆθος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με την [[ίδια]] [[σημασία]] επίσης με επίθ., [[ὅπως]] ὡς βέλτισται ἔσονται, στον ίδ.· <i>ὡς ἐς ἐλάχιστον</i>, σε Θουκ. <b>Β.ὡς</b>, ως [[σύνδεσμος]]·<br /><b class="num">I.</b> με ονοματικές προτάσεις, = [[ὅτι]], Λατ. [[quod]], ότι, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα [[γεγονός]]· <i>μηκέτ' ἐκφοβοῦ</i>, <i>ὥς σε ἀτιμάσει</i>, σε Σοφ. κ.λπ.·<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>ὡς</i>, με τελικές προτάσεις, = [[ἵνα]], [[ὅπως]], για να, Λατ. ut· το <i>ὡς</i> και το <i>ὡς ἄν</i>, Επικ. <i>ὥς κεν</i>, συντάσσεται, όπως οι άλλοι τελικοί σύνδεσμοι, με υποτ. ύστερα από αρκτικούς χρόνους και με ευκτ. ύστερα από ιστορικούς χρόνους· πρβλ. [[ἵνα]] Β, [[ὅπως]] Β.<br /><b class="num">2.</b> με ιστορικούς χρόνους (οριστική) για να δηλώσει ένα [[γεγονός]] που ανήκει στο [[παρελθόν]] και, [[επομένως]] είναι αδύνατο να συμβεί, <i>τί μ' οὐκ ἔκτεινας</i>, ὡς [[ἔδειξα]] [[μήποτε]]..., έτσι που [[ποτέ]] δεν θα μπορούσα να δείξω..., σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ὡς</i> με απαρ., περιορίζει τον ισχυρισμό· ὡς [[εἰπεῖν]], για να πούμε έτσι, Λατ. ut [[ita]] dicam, σε Ηρόδ.· ὡς [[ἔπος]] [[εἰπεῖν]], κ.λπ.· <i>ὡς εἰκάσαι</i>, κάνοντας μια [[σκέψη]], [[δηλαδή]] [[πιθανώς]], στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> ακριβώς όπως το [[ὥστε]] με απαρ., ώστε να, Λατ. [[adeo]] ut, [[ita]] ut· [[εὖρος]] ὡς [[δύο]] τριήρεας πλέειν [[ὁμοῦ]], [[τόσος]] κατά το [[πλάτος]] ώστε να μπορούν να πλέουν [[δύο]] τριήρεις μαζί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἢ ὡς</i>, ύστερα από συγκρ.· <i>ἢ μάσσον' ἢ ὡς ἰδέμεν</i>, σε Πίνδ.· μαλακώτεροι... ἢ ὡς [[κάλλιον]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b> αιτιολογικό, όπως το [[ὅτι]] ή το [[ἐπεί]], [[επειδή]], [[γιατί]], [[αφού]], Λατ. [[quia]], [[quandoquidem]]· τί ποτε λέγεις; ὡς οὐ [[μανθάνω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">V. 1.</b> [[χρονικό]] αντί των [[ὅτε]], [[ἐπεί]], όταν, Λατ. ut· ἐνῶρτο [[γέλως]]..., ὡς [[ἴδον]], το [[γέλιο]] άνθισε ανάμεσά τους..., όταν είδαν, σε Ομήρ. Ιλ.· με ευκτ. για να εκφράσει επαναλαμβανόμενη [[ενέργεια]], [[οποτεδήποτε]], [[κάθε]] [[φορά]] που..., <i>ὡς ἀπίκοιτο</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> το <i>ὡς</i> φαίνεται πως χρησιμοποιείται αντί του [[ἕως]] ή του [[ἔστε]], τόσο [[μακριά]] (στο χρόνο) όσο, στο ενδιάμεσο [[διάστημα]], ὡς ἂν αὑτὸς [[ἥλιος]] αἴρῃ, σε Σοφ.· στα μεταγεν. ελλ. = [[ἕως]], ενόσω, σε Καινή Διαθήκη <b>VI.1.</b> [[τροπικό]] αντί του [[ὅπως]], [[καθώς]], όπως, όπως το Λατ. ut αντί [[quomodo]]· <i>μερμήριζε..</i>., <i>ὡς Ἀχιλῆα τιμήσειε</i>, σε Ομήρ. Ιλ., με την [[ίδια]] [[σημασία]], <i>οὐκ ἔσθ' ὡς</i>, με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να συμβεί αυτό, σε Σοφ.· <i>οἶσθ' ὡς ποίησον</i>, με [[μείξη]] συντάξεων αντί του, <i>ὡς χρὴ ποιῆσαι</i>, ή οἶσθ' ὥς σε [[κελεύω]] ποιῆσαι, στον ίδ.· βλ. *[[εἴδω]] Β. 5. 2. <i>ὡς ἂν ποιήσῃς</i>, με όποιον τρόπο κι αν ενεργήσεις, στον ίδ.<br /><b class="num">VII.</b>τοπικό αντί του [[ὅπου]], όπου, σε Θεόκρ. <b>Γ.</b> Ειδικές χρήσεις·<br /><b class="num">I. 1.</b> με μτχ. που αναφέρονται στο υποκ., για να δώσει το λόγο ή το [[κίνητρο]] της ενέργειας που εκφράζεται από το [[ρήμα]], [[ωσάν]] να..., όπως ([[δήθεν]])...· διαβαίνει ὡς ἀμήσων τὸν [[σῖτον]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με μτχ. που αναφέρονται στο αντικ.· λέγουσιν [[ἡμᾶς]] ὡς ὀλωλότας, μιλάνε για εμάς σαν να έχουμε πεθάνει, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> με μτχ. απόλυτες, ἐρώτα [[ὅ τι]] [[βούλει]], <i>ὡς τἀληθῆ ἐροῦντος</i> (δηλ., <i>πιστεύων με ἐρεῖν</i>), σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με την [[ίδια]] [[σημασία]] επίσης όταν βρίσκεται [[πριν]] από προθ., <i>ἀνήγοντο ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν</i> ([[δηλαδή]], <i>ὡς ναυμαχήσοντες</i>), σε Θουκ.· [[πλεῖς]] ὡς πρὸς οἶκον, σε Σοφ.· <i>ὡς ἐκ κακῶν ἐχάρη</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> οι προθ. <i>εἰς</i>, [[ἐπί]], [[πρός]], άρχισαν να παραλείπονται και το <i>ὡς</i>, που τις ακολουθούσε, άρχισε μόνο του να χρησιμοποιείται ως πρόθ. με αιτ., [[αλλά]] μόνο με αιτ. προσ.· τὸν ὅμοιον [[ἄγει]] θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον, ο [[θεός]] οδηγεί τον όμοιο στον όμοιο, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὡς Ἆγιν ἐπρεσβεύσαντο</i>, σε Θουκ. <b>Δ.ὡς</b>, [[πριν]] από ανεξάρτητες προτάσεις·<br /><b class="num">I. 1.</b> <i>ὡς</i>, εμφαντικό [[επιφώνημα]], πώς, πόσο, όπως το Λατ. ut αντί [[quam]]· <i>ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες</i>, πόσο ανόητη [[καρδιά]] είχες!, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὡς ἀγαθόν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· ὡς [[ἀστεῖος]] ὁ [[ἄνθρωπος]], πόσο ευγενικής ψυχής [[άνθρωπος]] είναι αυτός!, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> όταν βρίσκεται δίπλα σε [[ρήμα]] η δύναμή του επεκτείνεται σε ολόκληρη την [[πρόταση]]· ὡς ὑπερδέδοικά [[σου]], πόσο [[πολύ]] [[φοβάμαι]] για σένα!, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης, στην [[αρχή]] πολλών προτάσεων σημαίνει τη γρήγορη [[διαδοχή]] των γεγονότων, <i>ὡς ἴδεν</i>, ὥς μιν [[Ἔρως]] φρένας ἀμφεκάλυψεν, [[μόλις]] είδε, [[αμέσως]] ο Έρωτας γέμισε την [[καρδιά]] του, [[δηλαδή]] είδε και [[αμέσως]] ο Έρωτας..., σε Ομήρ. Ιλ., ὡς [[ἴδον]], ὡς [[ἐμάνην]], ὥς [[μευ]] περὶ θυμὸς ἰάφθη, σε Θεόκρ. (ομοίως και σε Βιργ., ut vidi, ut perii, ut me [[malus]] abstulit [[error]]).<br /><b class="num">II.</b> 1. ὡς, χρησιμοποιείται για να εκφράσει [[ευχή]], όπως το [[εἴθε]], Λατ. [[utinam]], [[μακάρι]]!· με ευκτ., ὡς ἀπόλοιτο καὶ [[ἄλλος]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὡς μὴ θάνοι</i>, [[μακάρι]] να μην πεθάνει!, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ὡς</i>, βρίσκεται δίπλα σε άλλες λέξεις ή εκφράσεις ευχής, ὡς [[ὤφελες]] αὐτόθ' [[ὀλέσθαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· ὡς δὴ μὴ [[ὄφελον]] [[νικᾶν]], σε Ομήρ. Οδ. <b>Ε.ὡς</b>, με αριθμούς δηλώνει ότι αυτοί πρέπει να λογαριάζονται μόνο κατά [[προσέγγιση]], [[περίπου]], [[σχεδόν]], σὺν ἀνθρώποις ὡς [[εἴκοσι]], σε Ξεν.· [[παῖς]] ὡς [[ἑπταετής]], [[περίπου]] [[επτά]] χρόνων [[παιδί]], σε Πλάτ.ΣΤ. ὡς, σε μερικές ελλειπτικές φράσεις·<br /><b class="num">1.</b> <i>ὡς τί</i> (ενν. <i>γένηται</i>)<i>;</i> για ποιο σκοπό;, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ὡς [[ἕκαστος]], ο [[καθένας]] [[χωριστά]], Λατ. [[pro]] se [[quisque]], σε Ηρόδ., Θουκ.<b>Ζ.</b> Ετυμολογικά· το <i>ὡς</i> είναι επιρρ. [[τύπος]] της αναφ. αντων. <i>ὅς</i>, όπως το [[τώς]] του <i>ὁ</i>, το [[οὕτως]] του [[οὗτος]].
|lsmtext='''ὡς:'''<b class="num">Α. I. 1.</b> επίρρ. του τρόπου, ὥς (με τόνο), δεικτικό = [[οὕτως]], έτσι, [[τοιουτοτρόπως]], Λατ. sic, σε Όμηρ., Ηρόδ.· [[σπανίως]] στην Αττ.· <i>καὶ ὧς</i>, και μ' όλα αυτά, <i>οὐδ' ὧς</i>, <i>μηδ' ὧς</i>, όχι έτσι, με κανέναν τρόπο, σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> σε παρομοιώσεις, <i>ὥς..</i>., <i>ὡς..</i>., έτσι... όπως..., Λατ. sic... ut..., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> έτσι, για [[παράδειγμα]], σε Ομήρ. Οδ.· <b>II. 1.ὡς</b>, αναφ., όπως, [[καθώς]], Λατ. ut, [[πρώτα]] απαντά στον Όμηρ.· [[οὕτως]] ὡς, Λατ. sic ut· [[αλλά]] το δεικτικό [[συχνά]] παραλείπεται· οι παρομοιώσεις πολλές φορές εισάγονται με τα ὡς [[ὅτε]], ὡς δ' [[ὅτε]], όπου το [[ὅτε]] [[συχνά]] φαίνεται περιττό, [[ἤριπε]] δ', ὡς [[ὅτε]] [[πύργος]] ([[ἤριπε]]), σε Ομήρ. Ιλ.· το <i>ὡς</i> παίρνει τόνο όταν βρίσκεται στο [[τέλος]] της πρότασης ή όταν ακολουθεί τη [[λέξη]] απ' την οποία εξαρτάται· θεὸς δ' ὣς [[τίετο]] δήμῳ, σε Ομήρ. Ιλ.· οἱ δὲ φέβοντο [[βόες]] ὥς, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καθώς]], ακριβώς όπως, όπου μπορεί να βρίσκεται η αναφ. αντων. [[ὅσος]], π.χ. ἑλὼν [[κρέας]] ὣς ([[δηλαδή]] [[ὅσον]]) <i>αἱ χεῖρες ἐχάνδανον</i>, στο ίδ.· σοὶ θεοὶ πόροιεν ὡς ἐγὼ [[θέλω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> παρενθετικά, όταν ο [[ομιλητής]] υποστηρίζει μια γενική [[θέση]], <i>ὡς ἐμοὶ δοκεῖ</i>, <i>ὡς ἔοικε</i> κ.λπ., [[καθώς]] φαίνεται· [[συχνά]] μαζί με <i>γε</i> ή [[γοῦν]], ὡς [[γοῦν]], όπως σε [[κάθε]] [[περίπτωση]]· αυτές οι φράσεις έγιναν ελλειπτικές, <i>ὡς ἐμοὶ</i> ή <i>ὥς γ' ἐμοὶ</i> (<i>δοκεῖ</i>)· <i>ὡς ἀπ' ὀμμάτων</i> (ενν. <i>εἰκάσαι</i>), όσο μπορεί [[κανείς]] να κρίνει με τα μάτια, σε Σοφ.· επίσης, <i>ὡςΛακεδαιμόνιος</i> (ενν. <i>ὤν</i>), θεωρούμενος ως [[Λακεδαιμόνιος]], σε Θουκ.· <i>ὡςγυνή</i>, σαν [[γυναίκα]], όπως μια [[γυναίκα]], σε Σοφ.· έτσι το <i>ὡς</i> συνάπτεται με το [[αντικείμενο]] του ρήματος, <i>συμπέμψας αὐτὸν ὡς φύλακα</i> (ενν. [[εἶναι]]), έχει στείλει αυτόν μαζί με άλλους ως φύλακα, σε Ηρόδ.· <i>ὡς ἐπὶ φρυγανισμόν</i>, όπως αν συγκέντρωνα [[καύσιμα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> περιορίζει ή επιτείνει τη [[δύναμη]] των επιρρ.· ὡς [[ἀληθῶς]], όπως είναι η [[αλήθεια]], [[δηλαδή]] η πραγματική [[αλήθεια]], «το όντως ον», σε Πλάτ.· επίσης, ύστερα από επιρρ. που εκφράζουν [[κάτι]] εξωπραγματικό, έκτακτο και θαυμαστό, [[θαυμαστῶς]] ή [[θαυμασίως]] ὡς, [[ὑπερφυῶς]] ὡς· επίσης με υπερθ. όπως το [[ὅ τι]] και το [[ὅπως]]· ὡς [[μάλιστα]] = Λατ. [[quam]] [[maxime]], ὡς [[ῥᾷστα]] = [[quam]] facillime, ὡς [[τάχιστα]] = [[quam]] celerrime, σε Ηρόδ. κ.λπ.· στις φράσεις ὡς τὸ [[πολύ]], ὡς ἐπὶ τὸ [[πολύ]], σε Πλάτ.· ὡς ἐπὶ τὸ [[πλῆθος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με την [[ίδια]] [[σημασία]] επίσης με επίθ., [[ὅπως]] ὡς βέλτισται ἔσονται, στον ίδ.· <i>ὡς ἐς ἐλάχιστον</i>, σε Θουκ. <b>Β.ὡς</b>, ως [[σύνδεσμος]]·<br /><b class="num">I.</b> με ονοματικές προτάσεις, = [[ὅτι]], Λατ. [[quod]], ότι, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα [[γεγονός]]· <i>μηκέτ' ἐκφοβοῦ</i>, <i>ὥς σε ἀτιμάσει</i>, σε Σοφ. κ.λπ.·<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>ὡς</i>, με τελικές προτάσεις, = [[ἵνα]], [[ὅπως]], για να, Λατ. ut· το <i>ὡς</i> και το <i>ὡς ἄν</i>, Επικ. <i>ὥς κεν</i>, συντάσσεται, όπως οι άλλοι τελικοί σύνδεσμοι, με υποτ. ύστερα από αρκτικούς χρόνους και με ευκτ. ύστερα από ιστορικούς χρόνους· πρβλ. [[ἵνα]] Β, [[ὅπως]] Β.<br /><b class="num">2.</b> με ιστορικούς χρόνους (οριστική) για να δηλώσει ένα [[γεγονός]] που ανήκει στο [[παρελθόν]] και, [[επομένως]] είναι αδύνατο να συμβεί, <i>τί μ' οὐκ ἔκτεινας</i>, ὡς [[ἔδειξα]] [[μήποτε]]..., έτσι που [[ποτέ]] δεν θα μπορούσα να δείξω..., σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ὡς</i> με απαρ., περιορίζει τον ισχυρισμό· ὡς [[εἰπεῖν]], για να πούμε έτσι, Λατ. ut [[ita]] dicam, σε Ηρόδ.· ὡς [[ἔπος]] [[εἰπεῖν]], κ.λπ.· <i>ὡς εἰκάσαι</i>, κάνοντας μια [[σκέψη]], [[δηλαδή]] [[πιθανώς]], στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> ακριβώς όπως το [[ὥστε]] με απαρ., ώστε να, Λατ. [[adeo]] ut, [[ita]] ut· [[εὖρος]] ὡς [[δύο]] τριήρεας πλέειν [[ὁμοῦ]], [[τόσος]] κατά το [[πλάτος]] ώστε να μπορούν να πλέουν [[δύο]] τριήρεις μαζί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἢ ὡς</i>, ύστερα από συγκρ.· <i>ἢ μάσσον' ἢ ὡς ἰδέμεν</i>, σε Πίνδ.· μαλακώτεροι... ἢ ὡς [[κάλλιον]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b> αιτιολογικό, όπως το [[ὅτι]] ή το [[ἐπεί]], [[επειδή]], [[γιατί]], [[αφού]], Λατ. [[quia]], [[quandoquidem]]· τί ποτε λέγεις; ὡς οὐ [[μανθάνω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">V. 1.</b> [[χρονικό]] αντί των [[ὅτε]], [[ἐπεί]], όταν, Λατ. ut· ἐνῶρτο [[γέλως]]..., ὡς [[ἴδον]], το [[γέλιο]] άνθισε ανάμεσά τους..., όταν είδαν, σε Ομήρ. Ιλ.· με ευκτ. για να εκφράσει επαναλαμβανόμενη [[ενέργεια]], [[οποτεδήποτε]], [[κάθε]] [[φορά]] που..., <i>ὡς ἀπίκοιτο</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> το <i>ὡς</i> φαίνεται πως χρησιμοποιείται αντί του [[ἕως]] ή του [[ἔστε]], τόσο [[μακριά]] (στο χρόνο) όσο, στο ενδιάμεσο [[διάστημα]], ὡς ἂν αὑτὸς [[ἥλιος]] αἴρῃ, σε Σοφ.· στα μεταγεν. ελλ. = [[ἕως]], ενόσω, σε Καινή Διαθήκη <b>VI.1.</b> [[τροπικό]] αντί του [[ὅπως]], [[καθώς]], όπως, όπως το Λατ. ut αντί [[quomodo]]· <i>μερμήριζε..</i>., <i>ὡς Ἀχιλῆα τιμήσειε</i>, σε Ομήρ. Ιλ., με την [[ίδια]] [[σημασία]], <i>οὐκ ἔσθ' ὡς</i>, με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να συμβεί αυτό, σε Σοφ.· <i>οἶσθ' ὡς ποίησον</i>, με [[μείξη]] συντάξεων αντί του, <i>ὡς χρὴ ποιῆσαι</i>, ή οἶσθ' ὥς σε [[κελεύω]] ποιῆσαι, στον ίδ.· βλ. *[[εἴδω]] Β. 5. 2. <i>ὡς ἂν ποιήσῃς</i>, με όποιον τρόπο κι αν ενεργήσεις, στον ίδ.<br /><b class="num">VII.</b>τοπικό αντί του [[ὅπου]], όπου, σε Θεόκρ. <b>Γ.</b> Ειδικές χρήσεις·<br /><b class="num">I. 1.</b> με μτχ. που αναφέρονται στο υποκ., για να δώσει το λόγο ή το [[κίνητρο]] της ενέργειας που εκφράζεται από το [[ρήμα]], [[ωσάν]] να..., όπως ([[δήθεν]])...· διαβαίνει ὡς ἀμήσων τὸν [[σῖτον]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με μτχ. που αναφέρονται στο αντικ.· λέγουσιν [[ἡμᾶς]] ὡς ὀλωλότας, μιλάνε για εμάς σαν να έχουμε πεθάνει, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> με μτχ. απόλυτες, ἐρώτα [[ὅ τι]] [[βούλει]], <i>ὡς τἀληθῆ ἐροῦντος</i> (δηλ., <i>πιστεύων με ἐρεῖν</i>), σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με την [[ίδια]] [[σημασία]] επίσης όταν βρίσκεται [[πριν]] από προθ., <i>ἀνήγοντο ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν</i> ([[δηλαδή]], <i>ὡς ναυμαχήσοντες</i>), σε Θουκ.· [[πλεῖς]] ὡς πρὸς οἶκον, σε Σοφ.· <i>ὡς ἐκ κακῶν ἐχάρη</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> οι προθ. <i>εἰς</i>, [[ἐπί]], [[πρός]], άρχισαν να παραλείπονται και το <i>ὡς</i>, που τις ακολουθούσε, άρχισε μόνο του να χρησιμοποιείται ως πρόθ. με αιτ., [[αλλά]] μόνο με αιτ. προσ.· τὸν ὅμοιον [[ἄγει]] θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον, ο [[θεός]] οδηγεί τον όμοιο στον όμοιο, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὡς Ἆγιν ἐπρεσβεύσαντο</i>, σε Θουκ. <b>Δ.ὡς</b>, [[πριν]] από ανεξάρτητες προτάσεις·<br /><b class="num">I. 1.</b> <i>ὡς</i>, εμφαντικό [[επιφώνημα]], πώς, πόσο, όπως το Λατ. ut αντί [[quam]]· <i>ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες</i>, πόσο ανόητη [[καρδιά]] είχες!, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὡς ἀγαθόν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· ὡς [[ἀστεῖος]] ὁ [[ἄνθρωπος]], πόσο ευγενικής ψυχής [[άνθρωπος]] είναι αυτός!, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> όταν βρίσκεται δίπλα σε [[ρήμα]] η δύναμή του επεκτείνεται σε ολόκληρη την [[πρόταση]]· ὡς ὑπερδέδοικά [[σου]], πόσο [[πολύ]] [[φοβάμαι]] για σένα!, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης, στην [[αρχή]] πολλών προτάσεων σημαίνει τη γρήγορη [[διαδοχή]] των γεγονότων, <i>ὡς ἴδεν</i>, ὥς μιν [[Ἔρως]] φρένας ἀμφεκάλυψεν, [[μόλις]] είδε, [[αμέσως]] ο Έρωτας γέμισε την [[καρδιά]] του, [[δηλαδή]] είδε και [[αμέσως]] ο Έρωτας..., σε Ομήρ. Ιλ., ὡς [[ἴδον]], ὡς [[ἐμάνην]], ὥς [[μευ]] περὶ θυμὸς ἰάφθη, σε Θεόκρ. (ομοίως και σε Βιργ., ut vidi, ut perii, ut me [[malus]] abstulit [[error]]).<br /><b class="num">II.</b> 1. ὡς, χρησιμοποιείται για να εκφράσει [[ευχή]], όπως το [[εἴθε]], Λατ. [[utinam]], [[μακάρι]]!· με ευκτ., ὡς ἀπόλοιτο καὶ [[ἄλλος]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὡς μὴ θάνοι</i>, [[μακάρι]] να μην πεθάνει!, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ὡς</i>, βρίσκεται δίπλα σε άλλες λέξεις ή εκφράσεις ευχής, ὡς [[ὤφελες]] αὐτόθ' [[ὀλέσθαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· ὡς δὴ μὴ [[ὄφελον]] [[νικᾶν]], σε Ομήρ. Οδ. <b>Ε.ὡς</b>, με αριθμούς δηλώνει ότι αυτοί πρέπει να λογαριάζονται μόνο κατά [[προσέγγιση]], [[περίπου]], [[σχεδόν]], σὺν ἀνθρώποις ὡς [[εἴκοσι]], σε Ξεν.· [[παῖς]] ὡς [[ἑπταετής]], [[περίπου]] [[επτά]] χρόνων [[παιδί]], σε Πλάτ.ΣΤ. ὡς, σε μερικές ελλειπτικές φράσεις·<br /><b class="num">1.</b> <i>ὡς τί</i> (ενν. <i>γένηται</i>)<i>;</i> για ποιο σκοπό;, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ὡς [[ἕκαστος]], ο [[καθένας]] [[χωριστά]], Λατ. [[pro]] se [[quisque]], σε Ηρόδ., Θουκ.<b>Ζ.</b> Ετυμολογικά· το <i>ὡς</i> είναι επιρρ. [[τύπος]] της αναφ. αντων. <i>ὅς</i>, όπως το [[τώς]] του <i>ὁ</i>, το [[οὕτως]] του [[οὗτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὡς:''' <b class="num">II</b> adv.<br /><b class="num">1)</b> насколько, поскольку, в какой мере (степени) (ὥς οἱ χεῖρες ἐχάνδανον Hom.): μή μου προκήδου [[μᾶσσον]], ὡς ἐμοὶ [[γλυκύ]] Aesch. не заботься обо мне больше, чем мне (было бы) приятно; μαλακώτερος ἢ ὡς [[κάλλιον]] Plut. изнеженнее, чем подобает; ὡς [[ἕκαστος]] αὐτῶν Her. кто по каким соображениям, т. е. каждый по тем или иным причинам; ὡς ἐκ τῶν ὑπαρχόντων Thuc. применительно к обстоятельствам; ὡς (ἐπὶ) τὸ [[πολύ]] Plat. по большей части, чаще всего; ὡς ἐπὶ [[πλεῖστον]] Thuc. как можно больше, всячески; ὡς τὸ [[ἐπίπαν]] Her. вообще, обычно; ὡς [[ἀληθῶς]] Plut., ὡς [[ἐτύμως]] Aesch. и ὡς [[ἐτητύμως]] Soph. поистине, в действительности; [[πότερον]] ὡς ἀληθεστέρως δοκεῖ σοι λέγεσθαι; Plat. которое высказывание кажется тебе истиннее?; ἦν δὲ οὐδὲ [[ἀδύνατος]] ὡς [[Λακεδαιμόνιος]] [[εἰπεῖν]] Thuc. для лакедемонянина он не был лишен красноречия; μακρὰ ὡς γέροντι [[ὁδός]] Soph. долгое для старика путешествие;<br /><b class="num">2)</b> (для усиления superl.): ὡς ἂν δυνώμεθα [[κράτιστα]] Xen. изо всех наших сил; [[προεῖπον]] ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα Thuc. они объявили самым доверительным образом; ὡς ὅτι [[βέλτιστος]] Plat. самый что ни на есть лучший; ὡς ἐν ἐχυρωτάτῳ ποιεῖσιθαί τι Xen. обеспечить что-л. самым надежным образом;<br /><b class="num">3)</b> как, в качестве ([[σύνδειπνον]] [[λαβεῖν]] τινα ὡς [[φίλον]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> как, каким образом: οἶσθ᾽ ὡς ποίησον; Soph. поступи, знаешь как?; ὡς ἂν ποιήσῃς Soph. как бы ты ни поступил;<br /><b class="num">5)</b> как бы, якобы, будто (с ind. и opt.) (ἀπέπλεον ἐκ τῆς Σικελίας ὡς ἐς τὰς Ἀθήνας Thuc.): ὡς δέοι τὸν στρατιώτην φοβεῖσθαι [[μᾶλλον]] τὸν ἄρχοντα ἢ τοὺς πολεμίους Xen. (утверждали, что Кир сказал), будто солдат должен бояться (своего) начальника больше, чем неприятелей;<br /><b class="num">6)</b> приблизительно, около (ἱππέας ἔχων ὡς πεντακοσίους Xen.): ὡς τὸ [[τρίτον]] [[μέρος]] Thuc. приблизительно треть; [[παῖς]] ὡς [[ἑπταετής]] Plat. мальчик лет семи; διὰ σταδίων ὡς [[πέντε]] [[μάλιστα]] Her. стадиев приблизительно через пять;<br /><b class="num">7)</b> (усилительное в возгласах удивления, нетерпения, пожелания): ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες! Hom. как ты безрассуден!; ὡς [[ἀστεῖος]] ὁ [[ἄνθρωπος]]! Plat. какой обходительный человек!; ἀλλ᾽ ὡς πάρεστιν [[ἄγγελος]] [[οὐδείς]]! Arph. но ведь нет же ни одного вестника!; ὡς [[ἔρις]] ἀπόλοιτο! Hom. да погибнет вражда!; ὡς ὤφελε [[ζῆν]]! Xen. ах, если бы он жил!; [[θαυμαστῶς]] ὡς! Plat. прямо поразительно!; ἀλλ᾽ [[ὑπερφυῶς]] ὡς ὁμολογῶ Plat. да я совершенно согласен; [[ὑπερφυῶς]] δὴ τὸ [[χρῆμα]] ὡς δύσγνωστον φαίνεται! Plat. ну и до чего же, оказывается, это трудно!; ὡς ταραττέτω πάντα! Arph. ах, да пусть он перевернет все вверх дном!
}}
}}