3,274,919
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὥρα:''' Ιων. [[ὥρη]], ἡ, Επικ. γεν. πληθ. <i>ὡράων</i>, Ιων. [[ὡρέων]]· ποιητ. δοτ. πληθ. <i>ὥραισι</i>, Λατ. [[hora]]· Α. [[κάθε]] [[στιγμή]] ή χρονική [[περίοδος]], [[είτε]] του έτους, του [[μήνα]] ή της ημέρας (<i>νυκτός τε ὥραν καὶ μηνὸς καὶ ἐνιαυτοῦ</i>, σε Ξεν.)· απ' όπου,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τμήμα]] του έτους, [[εποχή]]· στον πληθ., εποχές, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>περιτελλομέναις ὥραις</i>, σε Σοφ.· <i>τῆς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ</i>, σε Θουκ.· αρχικά διακρίνονταν [[τρεις]] εποχές· <b>α)</b> [[άνοιξη]], ἔαρος [[ὥρη]], [[ὥρη]] εἰαρινή, σε Όμηρ.· <b>β)</b> [[καλοκαίρι]], θέρεος [[ὥρη]], σε Ησίοδ., [[ὥρα]] θερινή, σε Ξεν.· <b>γ)</b> [[χειμώνας]], χείματος [[ὥρη]], σε Ησίοδ., <i>ὥρῃ χειμερίῃ</i>, σε Ομήρ. Οδ.· η τέταρτη [[εποχή]], [[ὀπώρα]], αναφέρεται [[πρώτα]] στον Αλκμ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., η [[ακμή]] του έτους, η ώρα της άνοιξης· <i>ὅσα φύλλα γίγνεται ᾥρη</i>, σε Όμηρ.· στους ιστορικούς, η ώρα του έτους που είναι κατάλληλη για πόλεμο, το [[καλοκαίρι]], [[κυρίως]] στη [[φράση]], [[ὥρα]] ἔτους, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> το [[έτος]] γενικά, σε Ηρόδ.· ἐν τῇ [[πέρυσιν]] ὥρᾳ, κατά το προηγούμενο [[έτος]], σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> στον πληθ., τα [[τέσσερα]] [[σημεία]] του ορίζοντα, [[μεταξύ]] των οποίων το [[καλοκαίρι]] θεωρείται ο [[νότος]], ενώ ο [[χειμώνας]] ο [[βορράς]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μέρος]] της ημέρας ή του ημερονυκτίου, <i>αἱ ὧραι τῆς ἡμέρας</i>, οι ώρες της ημέρας, τα μέρη της ημέρας, [[πρωί]], [[μεσημέρι]], [[απόγευμα]], [[βράδυ]], σε Ξεν.· επίσης, <i>νυκτὸς ἐν ὥρῃ</i>, την ώρα της νύχτας, σε Ομηρ. Ύμν.· <i>ὀψὲ τῆς ὥρας</i>, [[αργά]] μέσα στην [[ημέρα]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέρα]] και η [[νύχτα]] πιθ. χωρίστηκαν [[πρώτα]] σε [[είκοσι]] [[τέσσερις]] ώρες από τον αστρονόμο Ίππαρχο ([[περίπου]] το 150 π.Χ.)· [[αλλά]] η [[διαίρεση]] της φυσικής μέρας (από [[ανατολή]] ηλίου [[μέχρι]] [[δύση]]) σε [[δώδεκα]] μέρη είχε εισαχθεί ήδη [[πριν]] από τον Ηρόδ. (2. 109).<br /><b class="num">III. 1.</b> κατάλληλη [[στιγμή]] ή [[εποχή]] για ένα [[πράγμα]] ([[καιρός]]), [[ὅταν]] [[ὥρα]] ἥκῃ, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[ὥρη]] κοίτοιο, <i>ὕπνου</i>, η ώρα του κρεβατιού, η ώρα του ύπνου, σε Ομήρ. Οδ.· [[ὥρη]] δόρποιο, στο ίδ.· <i>καρπῶν ὧραι</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[ὥρα]] (<i>ἐστίν</i>), με απαρ., είναι ώρα, [[κατάλληλος]] [[καιρός]] για να γίνει [[κάτι]], ἀλλὰ καὶ [[ὥρη]] εὕδειν, σε Ομήρ. Οδ.· δοκεῖ οὐχ [[ὥρα]] [[εἶναι]] καθεύδειν, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> με επιρρ. [[χρήση]], <i>τὴν ὥρην</i>, κατά τον προσήκοντα χρόνο, σε Ηρόδ., Ξεν.· [[αλλά]] <i>τὴνὥρα</i>, σε αυτήν τη [[στιγμή]], σε Ησίοδ.· <i>ἐν ὥρῃ</i>, στον προσήκοντα χρόνο, στην κατάλληλη [[στιγμή]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· επίσης, <i>αἰεὶ ἐς ὥρας</i>, κατά διαδοχικές εποχές, σε Ομήρ. Οδ.· <i>καθ' ὥραν</i>, σε Θεόκρ.· <i>πρὸ τῆς ὥρας</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b> μεταφ., η [[ακμή]] της νεότητας, [[νεότητα]], νεαρή [[ηλικία]]· <i>ὥραν ἔχειν</i>, σε Αισχύλ.· <i>πάντες οἱ ἐν ὥρᾳ</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.· [[φεῦ]], [[φεῦ]] τῆς ὥρας! τοῦ κάλλους!, αχ! τί [[νιάτα]]! τί [[ομορφιά]]! σε Αριστοφ. κ.λπ.·<br /><b class="num">V.</b> = <i>τὰ ὡραῖα</i>, καρποί που παράγονται κατά τις εποχές του έτους, σε Ξεν.<b>Β.</b> με μυθολογική [[σημασία]], <i>αἱὯραι</i>, οι Ώρες, φύλακες των [[πυλών]] του ουρανού, σε Ομήρ. Ιλ., και υπηρέτριες των θεών, στο ίδ.· ήταν [[τρεις]] στον αριθμό, κόρες του [[Δία]] και της Θέμιδος· η Ευνομία, η [[Δίκη]] και η Ειρήνη, φύλακες των έργων των ανθρώπων, προστάτιδες των ωρών του έτους και των καρπών της εποχής, σε Ησίοδ.· πολλές φορές βρίσκονται μαζί με τις Χάριτες, <i>Χάριτες καὶ ἐΰφρονες Ὧραι</i>, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. | |lsmtext='''ὥρα:''' Ιων. [[ὥρη]], ἡ, Επικ. γεν. πληθ. <i>ὡράων</i>, Ιων. [[ὡρέων]]· ποιητ. δοτ. πληθ. <i>ὥραισι</i>, Λατ. [[hora]]· Α. [[κάθε]] [[στιγμή]] ή χρονική [[περίοδος]], [[είτε]] του έτους, του [[μήνα]] ή της ημέρας (<i>νυκτός τε ὥραν καὶ μηνὸς καὶ ἐνιαυτοῦ</i>, σε Ξεν.)· απ' όπου,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τμήμα]] του έτους, [[εποχή]]· στον πληθ., εποχές, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>περιτελλομέναις ὥραις</i>, σε Σοφ.· <i>τῆς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ</i>, σε Θουκ.· αρχικά διακρίνονταν [[τρεις]] εποχές· <b>α)</b> [[άνοιξη]], ἔαρος [[ὥρη]], [[ὥρη]] εἰαρινή, σε Όμηρ.· <b>β)</b> [[καλοκαίρι]], θέρεος [[ὥρη]], σε Ησίοδ., [[ὥρα]] θερινή, σε Ξεν.· <b>γ)</b> [[χειμώνας]], χείματος [[ὥρη]], σε Ησίοδ., <i>ὥρῃ χειμερίῃ</i>, σε Ομήρ. Οδ.· η τέταρτη [[εποχή]], [[ὀπώρα]], αναφέρεται [[πρώτα]] στον Αλκμ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., η [[ακμή]] του έτους, η ώρα της άνοιξης· <i>ὅσα φύλλα γίγνεται ᾥρη</i>, σε Όμηρ.· στους ιστορικούς, η ώρα του έτους που είναι κατάλληλη για πόλεμο, το [[καλοκαίρι]], [[κυρίως]] στη [[φράση]], [[ὥρα]] ἔτους, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> το [[έτος]] γενικά, σε Ηρόδ.· ἐν τῇ [[πέρυσιν]] ὥρᾳ, κατά το προηγούμενο [[έτος]], σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> στον πληθ., τα [[τέσσερα]] [[σημεία]] του ορίζοντα, [[μεταξύ]] των οποίων το [[καλοκαίρι]] θεωρείται ο [[νότος]], ενώ ο [[χειμώνας]] ο [[βορράς]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μέρος]] της ημέρας ή του ημερονυκτίου, <i>αἱ ὧραι τῆς ἡμέρας</i>, οι ώρες της ημέρας, τα μέρη της ημέρας, [[πρωί]], [[μεσημέρι]], [[απόγευμα]], [[βράδυ]], σε Ξεν.· επίσης, <i>νυκτὸς ἐν ὥρῃ</i>, την ώρα της νύχτας, σε Ομηρ. Ύμν.· <i>ὀψὲ τῆς ὥρας</i>, [[αργά]] μέσα στην [[ημέρα]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέρα]] και η [[νύχτα]] πιθ. χωρίστηκαν [[πρώτα]] σε [[είκοσι]] [[τέσσερις]] ώρες από τον αστρονόμο Ίππαρχο ([[περίπου]] το 150 π.Χ.)· [[αλλά]] η [[διαίρεση]] της φυσικής μέρας (από [[ανατολή]] ηλίου [[μέχρι]] [[δύση]]) σε [[δώδεκα]] μέρη είχε εισαχθεί ήδη [[πριν]] από τον Ηρόδ. (2. 109).<br /><b class="num">III. 1.</b> κατάλληλη [[στιγμή]] ή [[εποχή]] για ένα [[πράγμα]] ([[καιρός]]), [[ὅταν]] [[ὥρα]] ἥκῃ, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[ὥρη]] κοίτοιο, <i>ὕπνου</i>, η ώρα του κρεβατιού, η ώρα του ύπνου, σε Ομήρ. Οδ.· [[ὥρη]] δόρποιο, στο ίδ.· <i>καρπῶν ὧραι</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[ὥρα]] (<i>ἐστίν</i>), με απαρ., είναι ώρα, [[κατάλληλος]] [[καιρός]] για να γίνει [[κάτι]], ἀλλὰ καὶ [[ὥρη]] εὕδειν, σε Ομήρ. Οδ.· δοκεῖ οὐχ [[ὥρα]] [[εἶναι]] καθεύδειν, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> με επιρρ. [[χρήση]], <i>τὴν ὥρην</i>, κατά τον προσήκοντα χρόνο, σε Ηρόδ., Ξεν.· [[αλλά]] <i>τὴνὥρα</i>, σε αυτήν τη [[στιγμή]], σε Ησίοδ.· <i>ἐν ὥρῃ</i>, στον προσήκοντα χρόνο, στην κατάλληλη [[στιγμή]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· επίσης, <i>αἰεὶ ἐς ὥρας</i>, κατά διαδοχικές εποχές, σε Ομήρ. Οδ.· <i>καθ' ὥραν</i>, σε Θεόκρ.· <i>πρὸ τῆς ὥρας</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b> μεταφ., η [[ακμή]] της νεότητας, [[νεότητα]], νεαρή [[ηλικία]]· <i>ὥραν ἔχειν</i>, σε Αισχύλ.· <i>πάντες οἱ ἐν ὥρᾳ</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.· [[φεῦ]], [[φεῦ]] τῆς ὥρας! τοῦ κάλλους!, αχ! τί [[νιάτα]]! τί [[ομορφιά]]! σε Αριστοφ. κ.λπ.·<br /><b class="num">V.</b> = <i>τὰ ὡραῖα</i>, καρποί που παράγονται κατά τις εποχές του έτους, σε Ξεν.<b>Β.</b> με μυθολογική [[σημασία]], <i>αἱὯραι</i>, οι Ώρες, φύλακες των [[πυλών]] του ουρανού, σε Ομήρ. Ιλ., και υπηρέτριες των θεών, στο ίδ.· ήταν [[τρεις]] στον αριθμό, κόρες του [[Δία]] και της Θέμιδος· η Ευνομία, η [[Δίκη]] και η Ειρήνη, φύλακες των έργων των ανθρώπων, προστάτιδες των ωρών του έτους και των καρπών της εποχής, σε Ησίοδ.· πολλές φορές βρίσκονται μαζί με τις Χάριτες, <i>Χάριτες καὶ ἐΰφρονες Ὧραι</i>, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὥρα:''' эп.-ион. [[ὥρη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> промежуток времени, время, период, пора, продолжительность (νυκτὸς καὶ μηνὸς καὶ ἐνιαυτοῦ Xen.): περιτελλομέναις ὥραις [[πάλιν]] Soph. в новых круговоротах времен, т. е. в будущем; νυκτὸς ἐν ὥρῃ HH ночной порой; μεσονυκτίοις ὥραις Anacr. в полночь; δι᾽ ὥραν τῆς ἡμέρας Dem. в течение дня;<br /><b class="num">2)</b> время года (у Hom., Hes., Aesch. - три, Eur. - четыре, впосл. - семь): εἴαρος ὥ., ὥ. εἰαρινή Hom., HH, [[ἦρος]] ὧραι Eur. ([[ἦρος]] ὥ. Arph.) и [[νέα]] ὥ. Arph. весенняя пора, весна; θέρεος ὥ. Hes. лето; ὥ. χειμερίη Hom., Hes. и χειμῶνος ὥ. Plut. зимнее время, зима;<br /><b class="num">3)</b> весенняя пора, весна: ὥρῃ Hom. весной;<br /><b class="num">4)</b> цветущая пора, цветущий возраст, расцвет жизни (ὥραν ἔχειν Aesch., и εἶναι ἐν и ἐπὶ ὥρᾳ Plat.): οἱ ἐν ὥρᾳ Plat., Plut. люди в цветущем возрасте; λήγειν ὥρας Plat. увядать;<br /><b class="num">5)</b> цветущий вид, свежесть, миловидность, прелесть Arph., Xen., Plat.;<br /><b class="num">6)</b> год: ἦν μὲν τῆς ὥρης [[μέσον]] [[θέρος]] Her. время года было - середина лета, т. е. лето было в разгаре; ἐκ τῶν [[ὡρῶν]] εἰς τὰς ὥρας Arph. из года в год; ἐν τῇ [[πέρυσιν]] [[ὥρα]] Dem. в прошлом году; εἰς ὥρας [[κἤπειτα]] Theocr. на все последующие годы;<br /><b class="num">7)</b> день: τῆς ὥρας ἐγίγνετ᾽ [[ὀψέ]] Dem. день был на исходе; πολλῆς ὥρας Polyb., NT и ὀψίας (οὔσης) τῆς ὥρας NT поздно днем; [[ἄχρι]] τῆς [[ἄρτι]] ὥρας NT вплоть до нынешнего дня;<br /><b class="num">8)</b> час: ἐννάτης ὥρας Plut. в девятом часу; δωδεκάτης ὥρας Plut. в двенадцать часов, перен. в самую последнюю минуту; (ἡ [[ἡμέρα]]) ἡ ἐκ τῶν [[δώδεκα]] [[ὡρῶν]] συνεστῶσα Sext. день, состоящий из двенадцати часов, т. е. сутки;<br /><b class="num">9)</b> короткое время, мгновение: πρὸς (καιρὸν) ὥρας NT на (короткое) время;<br /><b class="num">10)</b> подходящее время, благоприятный момент, пора: ἐν ὥρῃ Hom. (ἐν ὥρᾳ Arph.), εἰς ὥρας Hom., τὴν ὥρην Hom. (τὴν ὥραν Xen.) и καθ᾽ ὥραν Theocr. в определенное (свое) время, вовремя; πρὸ (τῆς) ὥρας Xen., Luc. раньше времени, преждевременно; παρ᾽ ὥρην Theocr. не вовремя; [[τοῖο]] γὰρ ὥ. Hom. ведь уже пора для этого; ὥ. ἀρότοιο Hes. время пахоты; ἀλλὰ γὰρ [[ἤδη]] ὥ. [[ἀπιέναι]] Plat. но уж пора ведь уходить; ἐς γάμου ὥρην ἀπικέσθαι Her. и εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἥχειν Plat. (о девушке) достигнуть брачного возраста; ἡ καθ᾽ ὥραν [[παῖς]] Plut. дочь в брачном возрасте;<br /><b class="num">11)</b> pl. климатические условия, климат: αἱ ὧραι [[κάλλιστα]] (μετριώτατα) κεκραμέναι Her., Plat. превосходнейший (весьма умеренный) климат;<br /><b class="num">12)</b> созревший и снятый урожай, плоды жатвы: ἀπὸ τῆς ὥρας τρέφεσθαι Xen. питаться плодами прошлого урожая;<br /><b class="num">13)</b> смертный час ([[οὔπω]] ἐληλύθει ἡ ὥ. [[αὐτοῦ]] NT). | |||
}} | }} |