Anonymous

κατανοητέον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6_20)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατανοητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει νὰ μάθῃ τις, νὰ παρατηρήσῃ, Πλάτ. Πολιτ. 305C.
|lstext='''κατανοητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει νὰ μάθῃ τις, νὰ παρατηρήσῃ, Πλάτ. Πολιτ. 305C.
}}
{{elnl
|elnltext=κατανοητέον, adj. verb. van κατανοέω, men moet beseffen.
}}
}}