κατανοητέον
From LSJ
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
English (LSJ)
one must observe, learn, Pl.Plt. 305c, Porph.Marc.27; one must consider, πάλιν περί τινος Ph.1.83.
Greek (Liddell-Scott)
κατανοητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει νὰ μάθῃ τις, νὰ παρατηρήσῃ, Πλάτ. Πολιτ. 305C.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατανοητέον, adj. verb. van κατανοέω, men moet beseffen.