Anonymous

κτείνυμι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(22)
 
(nl)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κτείνυμι]] (Α)<br />[[κτείνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κτάνυμι</i>, που εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>κτα</i>- και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>ksa</i>-<i>nό</i>-<i>ti</i>- «[[τραυματίζω]]» — το -<i>ει</i>- οφείλεται σε [[επίδραση]] του [[κτείνω]], <i>ἔκτεινα</i>].
|mltxt=[[κτείνυμι]] (Α)<br />[[κτείνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κτάνυμι</i>, που εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>κτα</i>- και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>ksa</i>-<i>nό</i>-<i>ti</i>- «[[τραυματίζω]]» — το -<i>ει</i>- οφείλεται σε [[επίδραση]] του [[κτείνω]], <i>ἔκτεινα</i>].
}}
{{elnl
|elnltext=κτείνυμι en κτεινύω, ook geschreven κτίννυμι en κτιννύω, doden.
}}
}}