Anonymous

περίπλους: Difference between revisions

From LSJ
nl
(32)
(nl)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ου, ο, ΝΑ, και [[περίπλοος]], -όου, Α<br /><b>1.</b> [[πλους]], [[ταξίδι]] [[γύρω]] από τις ακτές νήσου ή ηπείρου («ο [[περίπλους]] της Αφρικής» β. «δείσαντες [[μάλιστα]] τὸν περίπλοον τοῡ Ἄθω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φιλολ.</b> γεωγραφικό [[κείμενο]] που περιγράφει τα παράλια, [[κατά]] την κύρια [[σημασία]] του ὁρου, μιας κλειστής θαλάσσιας περιοχής, όπως [[είναι]] λ.χ. η Μεσόγειος Θάλασσα και ο Εύξεινος Πόντος, ή, γενικότερα, οποιασδήποτε εκτεταμένης ακτής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με ειδική σημ.) [[πλους]] [[γύρω]] από τον στόλο εχθρού<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ταξίδι]] στην [[ξηρά]], [[περιοδεία]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Περίπλους</i><br />[[τίτλος]] πολλών γεωγραφικών συγγραμμάτων, όπως του Καρχηδονίου Άννωνος, του Νεάρχου, του Πυθέου, του Αρριανού ή του Σκύλακος και του Αγαθαρχίδη<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> το [[ταξίδι]] της ψυχής [[κατά]] τη [[μετεμψύχωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. του επιθ. [[περίπλους]]].———————— <b>(II)</b><br />-ουν και, -οος, -οον, Α [[περιπλέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που πλέει [[γύρω]] από κάποιον [[τόπο]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιβάλλει [[κάτι]] («σὺν λοβοῑς [[πολλάκις]] κοίλῃ περιπλόοις», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> ([[κυρίως]] για πορθμό) αυτός διά μέσου του οποίου μπορεί [[κανείς]] να πλεύσει από τη μία [[ακτή]] ώς την [[απέναντι]]<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός [[γύρω]] από τον οποίο μπορεί να πλεύσει [[κανείς]] («αὔτη [[περίπλους]] ἐστὶν ἡ γῆ τὰ ξυντομώτατα», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ου, ο, ΝΑ, και [[περίπλοος]], -όου, Α<br /><b>1.</b> [[πλους]], [[ταξίδι]] [[γύρω]] από τις ακτές νήσου ή ηπείρου («ο [[περίπλους]] της Αφρικής» β. «δείσαντες [[μάλιστα]] τὸν περίπλοον τοῡ Ἄθω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φιλολ.</b> γεωγραφικό [[κείμενο]] που περιγράφει τα παράλια, [[κατά]] την κύρια [[σημασία]] του ὁρου, μιας κλειστής θαλάσσιας περιοχής, όπως [[είναι]] λ.χ. η Μεσόγειος Θάλασσα και ο Εύξεινος Πόντος, ή, γενικότερα, οποιασδήποτε εκτεταμένης ακτής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με ειδική σημ.) [[πλους]] [[γύρω]] από τον στόλο εχθρού<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ταξίδι]] στην [[ξηρά]], [[περιοδεία]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Περίπλους</i><br />[[τίτλος]] πολλών γεωγραφικών συγγραμμάτων, όπως του Καρχηδονίου Άννωνος, του Νεάρχου, του Πυθέου, του Αρριανού ή του Σκύλακος και του Αγαθαρχίδη<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> το [[ταξίδι]] της ψυχής [[κατά]] τη [[μετεμψύχωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. του επιθ. [[περίπλους]]].———————— <b>(II)</b><br />-ουν και, -οος, -οον, Α [[περιπλέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που πλέει [[γύρω]] από κάποιον [[τόπο]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιβάλλει [[κάτι]] («σὺν λοβοῑς [[πολλάκις]] κοίλῃ περιπλόοις», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> ([[κυρίως]] για πορθμό) αυτός διά μέσου του οποίου μπορεί [[κανείς]] να πλεύσει από τη μία [[ακτή]] ώς την [[απέναντι]]<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός [[γύρω]] από τον οποίο μπορεί να πλεύσει [[κανείς]] («αὔτη [[περίπλους]] ἐστὶν ἡ γῆ τὰ ξυντομώτατα», <b>Θουκ.</b>).
}}
{{elnl
|elnltext=περίπλους -ου, zonder contr. περίπλοος -οου [περιπλέω] omvaarbaar.<br />περίπλους -ου, ὁ, zonder contr. περίπλοος -οου [περιπλέω] het omvaren:; τοῦ Ἄθω van Athos Hdt. 6.95.2; milit. omsingelende manoeuvre op zee; Xen. Hell. 1.6.31; uitbr. zeereis:; ὑπέσχετο ἤδη γράψειν καὶ τὸν περίπλουν τῆς ἔξω θαλάττης hij heeft al beloofd de zeereis over de buitenzee (buiten de Middellandse zee) te beschrijven Luc. 59.31; overdr.. τοῦ κατὰ τὴν Ἀφροδίτην περίπλου λείψανον een restant van jouw reis over de zee van Aphrodite (Liefde) [Luc.] 49.3.
}}
}}