περίπλους

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπλους Medium diacritics: περίπλους Low diacritics: περίπλους Capitals: ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ
Transliteration A: períplous Transliteration B: periplous Transliteration C: periplous Beta Code: peri/plous

English (LSJ)

-ουν, contr. for περίπλοος¹.
οῦ, ὁ, contr. for περίπλοος².

French (Bailly abrégé)

att. c. περίπλοος.

Greek Monolingual

(I)
-ου, ο, ΝΑ, και περίπλοος, -όου, Α
1. πλους, ταξίδι γύρω από τις ακτές νήσου ή ηπείρου («ο περίπλους της Αφρικής» β. «δείσαντες μάλιστα τὸν περίπλοον τοῦ Ἄθω», Ηρόδ.)
2. φιλολ. γεωγραφικό κείμενο που περιγράφει τα παράλια, κατά την κύρια σημασία του ὁρου, μιας κλειστής θαλάσσιας περιοχής, όπως είναι λ.χ. η Μεσόγειος Θάλασσα και ο Εύξεινος Πόντος, ή, γενικότερα, οποιασδήποτε εκτεταμένης ακτής
αρχ.
1. (με ειδική σημ.) πλους γύρω από τον στόλο εχθρού
2. (κατ' επέκτ.) ταξίδι στην ξηρά, περιοδεία
3. ως κύριο όν. Περίπλους
τίτλος πολλών γεωγραφικών συγγραμμάτων, όπως του Καρχηδονίου Άννωνος, του Νεάρχου, του Πυθέου, του Αρριανού ή του Σκύλακος και του Αγαθαρχίδη
4. μτφ. το ταξίδι της ψυχής κατά τη μετεμψύχωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. του επιθ. περίπλους].
(II)
-ουν και, -οος, -οον, Α περιπλέω
1. αυτός που πλέει γύρω από κάποιον τόπο
2. αυτός που περιβάλλει κάτι («σὺν λοβοῖς πολλάκις κοίλῃ περιπλόοις», Ιπποκρ.)
3. (κυρίως για πορθμό) αυτός διά μέσου του οποίου μπορεί κανείς να πλεύσει από τη μία ακτή ώς την απέναντι
4. (με παθ. σημ.) αυτός γύρω από τον οποίο μπορεί να πλεύσει κανείς («αὔτη περίπλους ἐστὶν ἡ γῆ τὰ ξυντομώτατα», Θουκ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίπλους -ου, zonder contr. περίπλοος -οου [περιπλέω] omvaarbaar.
περίπλους -ου, ὁ, zonder contr. περίπλοος -οου [περιπλέω] het omvaren:; τοῦ Ἄθω van Athos Hdt. 6.95.2; milit. omsingelende manoeuvre op zee; Xen. Hell. 1.6.31; uitbr. zeereis:; ὑπέσχετο ἤδη γράψειν καὶ τὸν περίπλουν τῆς ἔξω θαλάττης hij heeft al beloofd de zeereis over de buitenzee (buiten de Middellandse zee) te beschrijven Luc. 59.31; overdr.. τοῦ κατὰ τὴν Ἀφροδίτην περίπλου λείψανον een restant van jouw reis over de zee van Aphrodite (Liefde) [Luc.] 49.3.

Middle Liddell

περί-πλους, ουν, πλέω
I. sailing round, Anth.
II. pass. that may be sailed round, Thuc.

English (Woodhouse)

sailing round

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

zusammengezogen aus περίπλοος¹ und περίπλοος².

Lexicon Thucydideum

circumnavigatio, sailing around, circumnavigation, 2.80.1, 2.97.1. 6.1.2, 7.36.3, 7.36.4, 8.4.1.