Anonymous

σύμμεικτος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(39)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύμμεικτος]], -η, -ον, ΝΜΑ, και σύμμειχτος, -η, -ο, Ν, και τ. θηλ. -ος, Α<br /><b>βλ.</b> [[σύμμικτος]].
|mltxt=-η, -ο / [[σύμμεικτος]], -η, -ον, ΝΜΑ, και σύμμειχτος, -η, -ο, Ν, και τ. θηλ. -ος, Α<br /><b>βλ.</b> [[σύμμικτος]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύμμεικτος en σύμμικτος -ον, Att. ook ξύμμεικτος [συμμείγνυμι] gemengd, divers, (van) allerlei (aard) (van zaken en personen, ook overdr. );; σ. καρπός gemengd fruit Hes. Op. 563; σ. χαλκώματα allerlei koperen vaatwerk Lys. 19.27; met gen., met ἐκ + gen. samengesteld (uit):; ὁ σύμμικτος στρατὸς παντοίων ἐθνέων het leger, samengesteld uit allerlei volkeren Hdt. 7.55.2; ἡ βασιλεία... ἐξ ὧν ἔδει σύμμεικτος het koningschap, samengesteld uit wat nodig was Plat. Lg. 692a; met dat. gecombineerd met:. θυσίαι τελεταῖς σύμμεικτοι offers, gecombineerd met riten Plat. Lg. 738c. spec. multi-etnisch, van verschillende herkomst:. τὴν πόλιν... ξυμμείκτων ἀνθρώπων οἰκίσας nadat hij de stad had bevolkt met mensen van verschillende herkomst Thuc. 6.4.6; = συμμείκτους... κατοικίσας Plut. Alex. 9.1.
}}
}}