σύμμεικτος

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμεικτος Medium diacritics: σύμμεικτος Low diacritics: σύμμεικτος Capitals: ΣΥΜΜΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: sýmmeiktos Transliteration B: symmeiktos Transliteration C: symmeiktos Beta Code: su/mmeiktos

English (LSJ)

(on the spelling
A v. μείγνυμι), ον, also η, ον Stob.3.17.28 (v.l.):—commingled, promiscuous, καρπός Hes.Op.563; σύμμεικτα.. βουκόλων φρουρήματα S.Aj.53; θηρώμενοι ξύμμικτα μὴ δίκαια καὶ δίκαι' ὁμοῦ E.Fr.419; σ. εἶδος, of the Minotaur, ib.996; especially of irregular troops, σ. στρατός Hdt.7.55; ἄνθρωποι, ὄχλοι, Th.6.4, 17; opp. true citizens, Id.4.106; ξενικὸν ἀργύριον σ. miscellaneous, IG12.310.302; σ. χαλκώματα Lys.19.27; χρυσία σ. διάλιθα IG22.1388.63; πρόβατα PTeb.53.19 (ii B.C.), etc. Adv. συμμείκτως Str.1.2.27 (v.l.).
2 c. dat., θυσίαι τελεταῖς σ. Pl.Lg.738c.
3 compounded, ἐκ γῆς τε καὶ ὕδατος Id.Ti.61a, cf. Lg.692a; σ. [λόγος] consolidated account, PLond.3.1157.1 (iii A.D.).

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμμεικτος, -η, -ον, ΝΜΑ, και σύμμειχτος, -η, -ο, Ν, και τ. θηλ. -ος, Α
βλ. σύμμικτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμμεικτος en σύμμικτος -ον, Att. ook ξύμμεικτος [συμμείγνυμι] gemengd, divers, (van) allerlei (aard) (van zaken en personen, ook overdr.);; σ. καρπός gemengd fruit Hes. Op. 563; σ. χαλκώματα allerlei koperen vaatwerk Lys. 19.27; met gen., met ἐκ + gen. samengesteld (uit):; ὁ σύμμικτος στρατὸς παντοίων ἐθνέων het leger, samengesteld uit allerlei volkeren Hdt. 7.55.2; ἡ βασιλεία... ἐξ ὧν ἔδει σύμμεικτος het koningschap, samengesteld uit wat nodig was Plat. Lg. 692a; met dat. gecombineerd met:. θυσίαι τελεταῖς σύμμεικτοι offers, gecombineerd met riten Plat. Lg. 738c. spec. multi-etnisch, van verschillende herkomst:. τὴν πόλιν... ξυμμείκτων ἀνθρώπων οἰκίσας nadat hij de stad had bevolkt met mensen van verschillende herkomst Thuc. 6.4.6; = συμμείκτους... κατοικίσας Plut. Alex. 9.1.