Anonymous

συνηλικιώτης: Difference between revisions

From LSJ
nl
(40)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. [[συνηλικιώτισσα]] Ν, θηλ. συνηλικιῶτις, -ώτιδος, Μ<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[ηλικία]] με άλλον, ο [[συνομήλικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνηλικία]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιώτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στρατ</i>-<i>ιώτης</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. [[συνηλικιώτισσα]] Ν, θηλ. συνηλικιῶτις, -ώτιδος, Μ<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[ηλικία]] με άλλον, ο [[συνομήλικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνηλικία]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιώτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στρατ</i>-<i>ιώτης</i>)].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-ηλικιώτης -ου, ὁ leeftijdgenoot.
}}
}}