συνηλικιώτης

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνηλῐκιώτης Medium diacritics: συνηλικιώτης Low diacritics: συνηλικιώτης Capitals: ΣΥΝΗΛΙΚΙΩΤΗΣ
Transliteration A: synēlikiṓtēs Transliteration B: synēlikiōtēs Transliteration C: synilikiotis Beta Code: sunhlikiw/ths

English (LSJ)

συνηλικιώτου, ὁ, later Gr. for ἡλικιώτης, Ep.Gal.1.14, CIG4929 (Philae), Alciphr.1.12.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ηλικιώτης -ου, ὁ leeftijdgenoot.

English (Strong)

from σύν and a derivative of ἡλικία; a co-aged person, i.e. alike in years: equal.

English (Thayer)

συνηλικιωτου, ὁ (from σύν, and ἡλικία which see), one of the same age, all equal in age: Diodorus 1,53at the end; Dionysius Halicarnassus, Antiquities 10,49 at the beginning; but in both passages the best manuscripts have ἡλικιώτης; (Corpus inscriptions 3, p. 434no. 4929); Alciphron 1,12). Cf. συμμαθητής.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. συνηλικιώτισσα Ν, θηλ. συνηλικιῶτις, -ώτιδος, Μ
αυτός που έχει την ίδια ηλικία με άλλον, ο συνομήλικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνηλικία + επίθημα -ιώτης (πρβλ. στρατιώτης)].

Greek (Liddell-Scott)

συνηλικιώτης: -ου, ὁ, συνομῆλιξ, κοινῶς συνομήλικος, Διον. Ἁλ. 10. 49, Διόδ. 1. 53, Ἀλκίφρων 1. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 4929˙ ― θηλ. -ῶτις, ιδος, παῖδα τὴν συνηλικιῶτιν Γεώργ. Νικομ. ἐν Combefis Auct. Patr. τ. 1, σ. 1122 Α.

Chinese

原文音譯:sunhlikièthj 尋-誒利企哦帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:同-壯年(者)
字義溯源:同歲的人,同輩;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與 (ἡλικία)=成熟)組成, (ἡλικία)出自(ἡλίκος)=那麼大), (ἡλίκος)出自(ἡλίκος)X*=同伴)
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編
1) 同輩(1) 加1:14

French (New Testament)

ου (ὁ) postér. p. ἡλικιώτης

German (Pape)

ὁ, = συνήλικος, Dion.Hal. 10.49.

Translations

age-mate

Adyghe: ныбжьэгъу; Azerbaijani: yaşıd; Belarusian: равеснік, равесьнік, равесніца, равесьніца, адналетак, адналетка, аднагодак, аднагодка; Bulgarian: връстник, връстничка; Cebuano: kaedad; Chinese Mandarin: 同齡人, 同龄人; Czech: vrstevník, vrstevnice; Dutch: leeftijdsgenoot, leeftijdgenoot; Finnish: ikätoveri; Georgian: თანატოლი; German: Gleichaltriger; Greek: συνομήλικος; Ancient Greek: ἁλικιώτης, ἆλιξ, ἇλιξ, βαλικιώτης, ἡλικιώτης, ἧλιξ, ἰσήλικος, ξυνῆλιξ, ὁμῆλιξ, ὁμήλικος, ὁμοήλικος, συνᾶλιξ, σύνηβος, συνηλικιώτης, συνήλικος, συνῆλιξ, συνομᾶλιξ, συνομῆλιξ, ὐμᾶλιξ, ϝαλικιώτας; Icelandic: jafnaldri; Italian: coetaneo; Latin: aequalis; Japanese: 同年配の人; Korean: 동등한 사람, 동갑; Macedonian: врсник, врсничка; Polish: rówieśnik, rówieśnica, rówieśniczka, jednolatek, jednolatka; Russian: ровесник, ровесница, сверстник, сверстница, одногодок, одногодка; Serbo-Croatian Cyrillic: вр̀шња̄к, вршња̀киња, вр̀снӣк, вр̀сница; Roman: vr̀šnjāk, vršnjàkinja, vr̀snīk, vr̀snica; Slovak: rovesník, rovesníčka; Slovene: vrstnik, vrstnica; Spanish: coetáneo, coevo; Turkish: yaşıt; Ukrainian: ровесник, ровесниця, одноліток, однолітка, одногодок, одногодка