Anonymous

σῦφαρ: Difference between revisions

From LSJ
nl
(40)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[κομμάτι]] παλιού και ρυτιδωμένου δέρματος<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> ὁ, ἡ [[σῦφαρ]]<br />ρυτιδωμένος, γερασμένος<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «τὸ ἐπὶ τοῡ γάλακτος ἀφρῶδες, [[ἄνθος]] τοῡ γάλακτος, γραῡς» <br />β) «συκον ἐρρυτιδωμένον»<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σῡφαρ τοῡ ὄφεως» — το [[δέρμα]] του φιδιού (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[σῦφαρ]] και το λατ. <i>sũber</i> «[[φελλός]], [[δρυς]]» αποτελούν παράλληλα δάνεια από μια [[κοινή]] [[ρίζα]] με αρκτικό <i>σ</i>-. Η [[άποψη]] αυτή όμως προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες, λόγω της δυσερμήνευτης εναλλαγής -<i>φ</i>-/ -<i>b</i>- στους δύο τ., αντίστοιχα].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[κομμάτι]] παλιού και ρυτιδωμένου δέρματος<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> ὁ, ἡ [[σῦφαρ]]<br />ρυτιδωμένος, γερασμένος<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «τὸ ἐπὶ τοῡ γάλακτος ἀφρῶδες, [[ἄνθος]] τοῡ γάλακτος, γραῡς» <br />β) «συκον ἐρρυτιδωμένον»<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σῡφαρ τοῡ ὄφεως» — το [[δέρμα]] του φιδιού (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[σῦφαρ]] και το λατ. <i>sũber</i> «[[φελλός]], [[δρυς]]» αποτελούν παράλληλα δάνεια από μια [[κοινή]] [[ρίζα]] με αρκτικό <i>σ</i>-. Η [[άποψη]] αυτή όμως προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες, λόγω της δυσερμήνευτης εναλλαγής -<i>φ</i>-/ -<i>b</i>- στους δύο τ., αντίστοιχα].
}}
{{elnl
|elnltext=σῦφαρ, τό, geen verbogen vormen afgeworpen huid.
}}
}}