Anonymous

συνδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1"
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=amasser, contribuer : τινί [[τι]] en qch à qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δίδωμι]].
|btext=amasser, contribuer : τινί [[τι]] en qch à qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δίδωμι]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[δίδωμι]]<br /><b>παθ.</b> <i>συνδίδομαι</i><br />συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι στο ίδιο [[σημείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον [[κάτι]] ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>2.</b> [[παραχωρώ]] [[κάτι]] [[ακόμη]] («συνδιδοῡναί μοι προθεσμίαν», πάπ.)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[συμπράττω]], [[συνεργώ]] με κάποιον<br />β) (για συμπτώματα αρρώστιας) [[υποχωρώ]], [[καταπαύω]]<br />γ) [[χαλαρώνω]]<br />δ) (για τα μάτια) [[βαθουλώνω]]<br />ε) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι.
}}
}}
{{grml
{{grml