Anonymous

συνάλθομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1"
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνάλθομαι''': ἀόριστ. -αλθεσθῆναι, παθητ.· ― [[θεραπεύω]], ἐπὶ τραύματος ἢ κατάγματος, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ τύπῳ συναλθάσσομαι, ὁ αὐτ. περὶ Ἀγμ. 758.
|lstext='''συνάλθομαι''': ἀόριστ. -αλθεσθῆναι, παθητ.· ― [[θεραπεύω]], ἐπὶ τραύματος ἢ κατάγματος, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ τύπῳ συναλθάσσομαι, ὁ αὐτ. περὶ Ἀγμ. 758.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(για [[τραύμα]] ή [[κάταγμα]]) επουλώνομαι, αποκαθίσταμαι, θεραπεύομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄλθομαι]], αρχαιότερος [[αμάρτυρος]] τ. ενεστ. του [[ἀλθαίνω]] «[[θεραπεύω]]» (<b>βλ.</b>λ. [[αλθαίνω]])].
}}
}}
{{grml
{{grml