3,274,246
edits
(3b) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οὐρία]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ούριος]] (Ι).———————— <b>(II)</b><br />η (Α [[οὐρία]])<br />το [[πτηνό]] [[ούρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. [[ουρώ]]].———————— <b>(III)</b><br />η<br />(βιοχ.-χημ.) αζωτούχα οργανική [[ένωση]], διαμίδιο του ανθρακικού οξέος που αποτελεί το κύριο αζωτούχο [[προϊόν]] του καταβολισμού τών πρωτεϊνών στα θηλαστικά και σε ορισμένους [[ιχθύς]] και εμφανίζεται στα [[ούρα]], στο [[αίμα]], στη [[χολή]], στο [[γάλα]] και στον [[ιδρώτα]], αλλ. [[καρβαμίδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νόθο αντιδάνειο σύνθ., <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>uree</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>urina</i> «[[ούρο]]», <b>βλ. λ.</b> [[ουρώ]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[οὐρία]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ούριος]] (Ι).———————— <b>(II)</b><br />η (Α [[οὐρία]])<br />το [[πτηνό]] [[ούρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. [[ουρώ]]].———————— <b>(III)</b><br />η<br />(βιοχ.-χημ.) αζωτούχα οργανική [[ένωση]], διαμίδιο του ανθρακικού οξέος που αποτελεί το κύριο αζωτούχο [[προϊόν]] του καταβολισμού τών πρωτεϊνών στα θηλαστικά και σε ορισμένους [[ιχθύς]] και εμφανίζεται στα [[ούρα]], στο [[αίμα]], στη [[χολή]], στο [[γάλα]] και στον [[ιδρώτα]], αλλ. [[καρβαμίδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νόθο αντιδάνειο σύνθ., <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>uree</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>urina</i> «[[ούρο]]», <b>βλ. λ.</b> [[ουρώ]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη].<br />η<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] χαραδριόμορφων πτηνών στο οποίο ανήκουν ασπρόμαυρα θαλασσοπούλια που φωλιάζουν [[κατά]] [[σμήνη]] σε απότομους βράχους. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οὐρία:''' ἡ (sc. [[πνοή]]) благоприятный (попутный) ветер: ἐξ οὐρίας [[πλεῖν]] Polyb. плыть с попутным ветром; οὐρίᾳ ἐφιέναι Plat. пускаться (в путь) с попутным ветром. | |elrutext='''οὐρία:''' ἡ (sc. [[πνοή]]) благоприятный (попутный) ветер: ἐξ οὐρίας [[πλεῖν]] Polyb. плыть с попутным ветром; οὐρίᾳ ἐφιέναι Plat. пускаться (в путь) с попутным ветром. | ||
}} | }} |