οὐρία

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρία Medium diacritics: οὐρία Low diacritics: ουρία Capitals: ΟΥΡΙΑ
Transliteration A: ouría Transliteration B: ouria Transliteration C: ouria Beta Code: ou)ri/a

English (LSJ)

ἡ,
A v. οὔριος II.2.
οὐρία, ἡ, a water-bird, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395e.

German (Pape)

[Seite 418] ἡ, = οὖρος, s. οὔριος. ἡ, ein Wasservogel, Ath. IX, 395 e.

Russian (Dvoretsky)

οὐρία: ἡ (sc. πνοή) благоприятный (попутный) ветер: ἐξ οὐρίας πλεῖν Polyb. плыть с попутным ветром; οὐρίᾳ ἐφιέναι Plat. пускаться (в путь) с попутным ветром.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρία: ἡ, ἴδε ἐν λ. οὔριος ΙΙ. 2.

Greek Monolingual

(I)
οὐρία, ἡ (Α)
βλ. ούριος (Ι).
(II)
η (Α οὐρία)
το πτηνό ούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. ουρώ].
(III)
η
(βιοχ.-χημ.) αζωτούχα οργανική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος που αποτελεί το κύριο αζωτούχο προϊόν του καταβολισμού τών πρωτεϊνών στα θηλαστικά και σε ορισμένους ιχθύς και εμφανίζεται στα ούρα, στο αίμα, στη χολή, στο γάλα και στον ιδρώτα, αλλ. καρβαμίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. uree (< λατ. urina «ούρο», βλ. λ. ουρώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη].
η
ζωολ. γένος χαραδριόμορφων πτηνών στο οποίο ανήκουν ασπρόμαυρα θαλασσοπούλια που φωλιάζουν κατά σμήνη σε απότομους βράχους.

Frisk Etymology German

οὐρία: {ouría}
Grammar: f.
Meaning: N. eines entenähnlichen Wasservogels (Alex. Mynd. ap. Ath. 9, 395 e).
Etymology: Nach allgemeiner Annahme zu einem alten Wort für Wasser in lat. ūrīna usw., mit dem auch οὐρέω verbunden wird; s.d. m. Lit. und W.-Hofmann s. ūrīna.
Page 2,447