3,277,226
edits
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄμιθα]], τα (Α)<br />ίσως ταυτόσημο του [[ἄμης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η σημασιολογική [[συγγένεια]] της λ. με το ουσ. [[ἄμης]] «[[είδος]] γαλατόπιτας» οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι [[είναι]] πιθανή και ετυμολογική [[συγγένεια]] τών δύο λέξεων]. | |mltxt=[[ἄμιθα]], τα (Α)<br />ίσως ταυτόσημο του [[ἄμης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η σημασιολογική [[συγγένεια]] της λ. με το ουσ. [[ἄμης]] «[[είδος]] γαλατόπιτας» οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι [[είναι]] πιθανή και ετυμολογική [[συγγένεια]] τών δύο λέξεων]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.?<br />Meaning: <b class="b3">ἔδεσμα ποιόν</b>, <b class="b3">καὶ ἄρτυμα ὡς Ἀνακρέων</b> (467Page) H.<br />Other forms: P. Hamb. 90, 18 has an acc. pl. <b class="b3">ἄμιθας</b>. Cf. <b class="b3">ἀμαμιθάδες· ἥδυσμά τι σκευαστὸν διὰ κρεῶν εἰς μικρὰ κεκομμένων δι</b>' <b class="b3">ἀρτυμάτων</b> (Photius 86 R.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: The reduplication is typical of substr. words. The word has been connected with <b class="b3">ἄμης</b>, but this is quite uncertain. | |||
}} | }} |