Anonymous

ἀσκέρα: Difference between revisions

From LSJ
1
(6)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσκέρα]], η (Α)<br />χειμερινό [[υπόδημα]] με [[τρίχωμα]] ή [[γούνα]] στο εσωτερικό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ασκέρα]] (ιων. <i>ασκέρη</i>) μαρτυρείται στον Ιππώνακτα (ο [[οποίος]] χρησιμοποιεί και το υποκορ. <i>ασκερίσκος</i>, -<i>α</i>), στον Λυκόφρωνα κ.ά. Λ. άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με την πιθανότερη [[άποψη]], πρόκειται για [[δάνειο]] λυδικής προελεύσεως, [[υπόθεση]] την οποία ευνοούν τόσο η [[μορφή]] της λ., όσο και το [[γεγονός]] ότι απαντά δύο φορές στον Ιππώνακτα. Έχουν υποστηριχτεί [[επίσης]] οι απόψεις ότι ο τ. [[ασκέρα]] αποτελεί πιθ. λ. προελληνική ή [[τέλος]] ότι προέρχεται από το ρ. <i>ασκέω</i>].
|mltxt=[[ἀσκέρα]], η (Α)<br />χειμερινό [[υπόδημα]] με [[τρίχωμα]] ή [[γούνα]] στο εσωτερικό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ασκέρα]] (ιων. <i>ασκέρη</i>) μαρτυρείται στον Ιππώνακτα (ο [[οποίος]] χρησιμοποιεί και το υποκορ. <i>ασκερίσκος</i>, -<i>α</i>), στον Λυκόφρωνα κ.ά. Λ. άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με την πιθανότερη [[άποψη]], πρόκειται για [[δάνειο]] λυδικής προελεύσεως, [[υπόθεση]] την οποία ευνοούν τόσο η [[μορφή]] της λ., όσο και το [[γεγονός]] ότι απαντά δύο φορές στον Ιππώνακτα. Έχουν υποστηριχτεί [[επίσης]] οι απόψεις ότι ο τ. [[ασκέρα]] αποτελεί πιθ. λ. προελληνική ή [[τέλος]] ότι προέρχεται από το ρ. <i>ασκέω</i>].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">winter shoe with fur lining</b> (Hippon.).<br />Dialectal forms: Ion. <b class="b3">-η</b>. In Attic inscr., Masson, Hipponax 125.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Loanword; Lydian?, s. Kretschmer Glotta 27, 37; Schwyzer 61. Or substr. ? (cf. the Attic inscr.); Fur. 348 compares <b class="b3">ἄσκαροι</b> (q.v.).
}}
}}