ἀσκέρα
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
ας, ἡ, winter shoe with fur lining, Hippon.19, Lyc.855, 1322, Herod.2.32:—Dim. ἀσκερίσκος, ὁ, metapl. pl. ἀσκερίσκα Hippon. 18.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Morfología: [dat. plu. -ῃσι Hippon.6.3]
zapatilla lanosa de invierno, Hippon.l.c., SEG 13.13.148 (Atenas V a.C.), Lyc.855, Herod.2.23, Poll.7.85, Hsch., AB 452.
• Etimología: Prob. prést. del lid.
German (Pape)
[Seite 371] ἡ, eine Art Winterschuh von rohem Leder od. Pelz, dessen Haare nach innen gekehrt den Fuß warm halten, Lycophr. 855. 1322; Poll. 7, 85 ὑπόδημα λάσιον, χειμῶνι χρήσιμον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκέρα: -ας, ἡ, χειμερινὸν ὑπόδημα μαλλωτὸν ἔσωθεν, «ἀσκέραι· ὑπόδημα λάσιον, χειμῶνος χρήσιμον» Πολυδ. Ζ΄, 85· - κατὰ τὸν Τζέτζην εἰς Λυκόφρ. 855· «ἀσκέραι οὐ τὰ ὑποδήματα, ἀλλὰ τὰ πιλία, ἤτοι τὰ ὀρτάρια, εἰσὶν» δηλ. εἶδος εὐμαρίδων ἐκ πίλου, οἷα εἶναι τὰ Τουρκικὰ «τερλίκια»· ἴδε Ἱππώνακτα 10 κτλ.: - ὑποκορ. ἀσκερίσκος, ὁ, πληθ. κατὰ μεταπλασμ. ἀσκερίσκα (πρβλ. σαμβαλίσκα) Ἱππῶναξ 9.
Greek Monolingual
ἀσκέρα, η (Α)
χειμερινό υπόδημα με τρίχωμα ή γούνα στο εσωτερικό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασκέρα (ιων. ασκέρη) μαρτυρείται στον Ιππώνακτα (ο οποίος χρησιμοποιεί και το υποκορ. ασκερίσκος, -α), στον Λυκόφρωνα κ.ά. Λ. άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με την πιθανότερη άποψη, πρόκειται για δάνειο λυδικής προελεύσεως, υπόθεση την οποία ευνοούν τόσο η μορφή της λ., όσο και το γεγονός ότι απαντά δύο φορές στον Ιππώνακτα. Έχουν υποστηριχτεί επίσης οι απόψεις ότι ο τ. ασκέρα αποτελεί πιθ. λ. προελληνική ή τέλος ότι προέρχεται από το ρ. ασκέω].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: winter shoe with fur lining (Hippon.).
Dialectal forms: Ion. -η. In Attic inscr., Masson, Hipponax 125.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Loanword; Lydian?, s. Kretschmer Glotta 27, 37; Schwyzer 61. Or substr. ? (cf. the Attic inscr.); Fur. 348 compares ἄσκαροι (q.v.).
Frisk Etymology German
ἀσκέρα: {askéra}
Grammar: f.
Meaning: Winterschuh mit Pelzfutter (Hippon., Herod., Lyk.).
Derivative: Deminutivum ἀσκερίσκος m. (Hippon.).
Etymology: Nach Prellwitz zu ἀσκέω; vielmehr Fremdwort (lydisch?, vgl. Kretschmer Glotta 27, 37; s. auch Schwyzer 61).
Page 1,163