Anonymous

βαλλητύς: Difference between revisions

From LSJ
1
(7)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαλλητύς]], η (Α)<br /><b>1.</b> η [[βολή]]<br /><b>2.</b> [[γιορτή]] της Δήμητρας στην Ελευσίνα με λιθοβολισμό [[μεταξύ]] των νέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία ο όρος [[βαλλητύς]] [[είναι]] [[δάνειο]] που συνδέεται παρετυμολογικά με το [[βάλλω]] λόγω της μορφής του θέματός του <i>βαλλη</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαλλήσω</i>, μέλλ. του [[βάλλω]]), [[είναι]] αβέβαιη. Για το [[επίθημα]] -<i>τύς</i> <b>[[πρβλ]].</b> [[αγορητύς]], [[ακοντιστύς]], [[αλαωτύς]], [[δωμητύς]], [[κιθαριστύς]], [[ορχηστύς]] κ.ά.].
|mltxt=[[βαλλητύς]], η (Α)<br /><b>1.</b> η [[βολή]]<br /><b>2.</b> [[γιορτή]] της Δήμητρας στην Ελευσίνα με λιθοβολισμό [[μεταξύ]] των νέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία ο όρος [[βαλλητύς]] [[είναι]] [[δάνειο]] που συνδέεται παρετυμολογικά με το [[βάλλω]] λόγω της μορφής του θέματός του <i>βαλλη</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαλλήσω</i>, μέλλ. του [[βάλλω]]), [[είναι]] αβέβαιη. Για το [[επίθημα]] -<i>τύς</i> <b>[[πρβλ]].</b> [[αγορητύς]], [[ακοντιστύς]], [[αλαωτύς]], [[δωμητύς]], [[κιθαριστύς]], [[ορχηστύς]] κ.ά.].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: Feast in Eleusis, where stones were thrown (Ath. 9, 406 dff.) S. Deubner Attische Feste 69.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Because of the strang stem (in spite of fut. <b class="b3">βαλλή-σω</b>; cf. <b class="b3">βέλε-μνα</b>, <b class="b3">βλῆ-μα</b>) rather a loanword changed by folk etymology (Schwyzer 291.), but DELG accepts <b class="b3">βαλλη-</b> + <b class="b3">-τυς</b>.
}}
}}