βαλλητύς

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαλλητύς Medium diacritics: βαλλητύς Low diacritics: βαλλητύς Capitals: ΒΑΛΛΗΤΥΣ
Transliteration A: ballētýs Transliteration B: ballētys Transliteration C: vallitys Beta Code: ballhtu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, throwing, Ath.9.406d, 407c; festival of Demeter at Athens with a sham fight, Hsch.

Spanish (DGE)

-ύος, ἡ
tirada λιθίνη β. pedrea ritual en una fiesta ateniense y eleusina de Deméter, Ath.406d, 407c
como n. pr. ref. a la fiesta πανήγυρις ... καλουμένη Β. una fiesta llamada la Pedrea Ath.406d, en honor de Demofonte, hijo de Céleo, Hsch.

German (Pape)

[Seite 429] ύος, ἡ, ion., das Werfen, λιθίνη, mit Steinen, Ath. IX, 406 d.

Greek (Liddell-Scott)

βαλλητύς: -ύος, ἡ, βολή, ῥίψιμον, λιθίνη β., = λίθων βολή, Ἀθήν. 406D, 407C.

Greek Monolingual

βαλλητύς, η (Α)
1. η βολή
2. γιορτή της Δήμητρας στην Ελευσίνα με λιθοβολισμό μεταξύ των νέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία ο όρος βαλλητύς είναι δάνειο που συνδέεται παρετυμολογικά με το βάλλω λόγω της μορφής του θέματός του βαλλη- (πρβλ. βαλλήσω, μέλλ. του βάλλω), είναι αβέβαιη. Για το επίθημα -τύς πρβλ. αγορητύς, ακοντιστύς, αλαωτύς, δωμητύς, κιθαριστύς, ορχηστύς κ.ά.].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: Feast in Eleusis, where stones were thrown (Ath. 9, 406 dff.) S. Deubner Attische Feste 69.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Because of the strang stem (in spite of fut. βαλλή-σω; cf. βέλε-μνα, βλῆ-μα) rather a loanword changed by folk etymology (Schwyzer 291.), but DELG accepts βαλλη- + -τυς.

Frisk Etymology German

βαλλητύς: {ballētús}
Grammar: f.
Meaning: Name eines Volksfestes in Eleusis, bei dem nach Ath. 9, 406 dff. Steine geworfen wurden; nach H. = ἑορτὴ Ἀθήνησιν, ἐπὶΔημοφῶντι τῳ̃ Κελεοῦ ἀγομένη. Vgl. auch L. Deubner Attische Feste 69.
Etymology: Wegen der schwerverständlichen Stammform (trotz des Futurums βαλλήσω; vgl. βέλεμνα, βλῆμα) verdächtig, ein volksetymologisch angepaßtes LW zu sein; vgl. Schwyzer 291. S. auch Benveniste Noms d’agent 73.
Page 1,215