Anonymous

ἄσωτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄσωτος:''' -ον ([[σώζω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[ελπίδα]] σωτηρίας, [[απεγνωσμένος]], εγκαταλειμμένος, [[άσωτος]], [[έκλυτος]], Λατ. [[perditus]], σε Σοφ., Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[ἄσωτος]] γένει, αυτός που φέρνει την [[καταστροφή]], την [[κατάρα]] στο [[γένος]], [[ολέθριος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἄσωτος:''' -ον ([[σώζω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[ελπίδα]] σωτηρίας, [[απεγνωσμένος]], εγκαταλειμμένος, [[άσωτος]], [[έκλυτος]], Λατ. [[perditus]], σε Σοφ., Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[ἄσωτος]] γένει, αυτός που φέρνει την [[καταστροφή]], την [[κατάρα]] στο [[γένος]], [[ολέθριος]], σε Αισχύλ.
}}
{{etym
|etymtx=[[ἀσωτία]] See also: [[σωός]]
}}
}}