ἄσωτος

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσωτος Medium diacritics: ἄσωτος Low diacritics: άσωτος Capitals: ΑΣΩΤΟΣ
Transliteration A: ásōtos Transliteration B: asōtos Transliteration C: asotos Beta Code: a)/swtos

English (LSJ)

ἄσωτον, (σῴζω)
A unsalvageable, having no hope of safety, in desperate case, Arist. Pr.962b5. Adv. ἀσώτως ἔχειν = to be past recovery, Plu.2.918d.
II in moral sense, abandoned, τᾶς ἀσώτου Σισυφιδᾶν γενεᾶς S.Aj.189 (lyr.); spendthrift, wasteful, Pl.Lg.743b, Arist.EN1107b12, 1120a1, al.: Sup., D.C.67.6; profligate, dissolute, depraved, Vett.Val.18.2. Adv. ἀσώτως = with no hope of salvation, in dissolute manner Theopomp.Hist. 217a, D.40.58, Ev.Luc.15.13: Comp. ἀσωτότερον D.C.62.27.
III Act., ἄσωτος γένει = bringing destruction on the race, A.Ag.1597.

Spanish (DGE)

-ον
I gener. de pers.
1 que no tiene salvación, desahuciado Arist.Pr.962b5
fig. en estado desesperado de un amante ἱκέτην ἔχεις ἄσωτον tienes (en mí) a un suplicante rendido X.Eph.1.4.5
en sent. moral que no tiene remedio, perdido Clem.Al.Paed.2.1.7 (cf. I 3).
2 pródigo, despilfarrador Pl.Lg.743b, unido a ἀνελεύθερος Arist.EN 1107b11, νεανίσκος Ach.Tat.2.13.1, νέος Aesop.179.1, 2, cf. Plu.2.60d, 88f, Ath.165d, 166c
neutr. compar. como adv. ἀσωτότερον τῇ οὐσίᾳ ... κατεχρήσατο D.C.62.27.2 (p.62)
fig. derrochador en el hablar charlatán Eun.VS 481.
3 disoluto, libertino, desenfrenado παιγνιά Dam.Mus.B 3, βίος Plb.14.12.3, συμπόσιον Hld.5.29.2, γαστήρ del que vive sólo para los placeres materiales, Amph.Seleuc.121, de pers., Epicur.Ep.[4] 131, Sent.[5] 10, Aesop.88, Plu.2.6b, 1089a, Longus 4.17.3, D.C.67.6.3, 75.15.7, Vett.Val.17.8, de los pretendientes en la Od., Plu.2.730c
de mujeres desenfrenada, lasciva LXX Pr.7.11, Aristaenet.2.12.19
como tít. de comedias ὁ Ἄ. El libertino Timostr.1, plu. οἱ Ἄ. Euthycl.1 (obra tb. llamada ἡ Ἐπιστολή), Antiph.46.
II de abstr. que trae la perdición βορὰν ἄσωτον ... γένει ref. al banquete de Tiestes, A.A.1597, τᾶς ἀσώτου Σισυφιδᾶν γενεᾶς S.Ai.190, ἐπιβουλαί PLugd.Bat.13.9.6 (IV d.C.).
III adv. ἀσώτως
1 sin remedio ἔχειν Plu.2.918d.
2 pródigamente ζῆν Theopomp.Hist.224, D.40.58, Eu.Luc.15.13, διακεῖσθαι Isoc.15.5, cf. Plu.Galb.16
de manera lujuriosa δειπνεῖν Polyaen.4.3.32.
3 de manera disoluta ζῆν D.C.57.13.3.
• Etimología: v. σῴζω

German (Pape)

[Seite 382] 1) nicht heilsam, βορὰ γένει ἄσωτος Aesch. Ag. 1579. – 2) heillos, der nicht zu retten ist, ἀσώτως ἔχειν, von Kranken, Gegensatz σωτηρίως, Plut. qu. nat. 26; gew. von sittlicher Verdorbenheit, Σισυφιδᾶν γένος Soph. Ai. 189; καὶ πονηρός Dem. 45, 76. Bes. der für sinnliche Lüfte alles verschwendet, Arist. Eth. Nic. 4, 1 τοὺς ἀκρατεῖς καὶ εἰς ἀκολασίαν δαπανηροὺς ἀσώτους καλοῦμεν. Vgl. ἀσωτία. – Adv., ἀσώτως καὶ πολυτελῶς ζῆν Dem. 40, 58.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 qui ne peut être sauvé;
2 perdu ; misérable, détestable;
II. non salutaire, funeste à, τινι.
Étymologie: , *σόω, cf. σῴζω.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (AM ἄσωτος, -ον) (Ι) σώζω
σπάταλος, έκλυτος, διεφθαρμένος
αρχ.-μσν.
1. αυτός που δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, που βρίσκεται σε απόγνωση
2. ενεργ. αυτός που φέρνει την καταστροφή, που αποτελεί κατάρα για κάποιον
3. φρ. «ἀσώτως ἔχω» — κινδυνεύει η ζωή μου.
(II)
-η, -ο
άσωστος.

Greek Monotonic

ἄσωτος: -ον (σώζω
I. αυτός που δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, απεγνωσμένος, εγκαταλειμμένος, άσωτος, έκλυτος, Λατ. perditus, σε Σοφ., Αριστ.
II. Ενεργ., ἄσωτος γένει, αυτός που φέρνει την καταστροφή, την κατάρα στο γένος, ολέθριος, σε Αισχύλ.

Frisk Etymological English

ἀσωτία See also: σωός

Middle Liddell

σώζω
I. having no hope of safety, abandoned, profligate, Lat. perditus, Soph., Arist.
II. act., ἄσωτος γένει bringing ruin on the race, fatal to it, Aesch.

English (Woodhouse)

extravagant, spending too much

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

spendthrift

Arabic: مُسْرِف, مُبَذِّر; Bulgarian: разточителен, прахоснически; Chinese Mandarin: 挥霍无度; Czech: utrácivý, rozmařilý; Danish: ødsel; Dutch: verkwistend, spilziek, verspillend; Finnish: tuhlaavainen; French: dépensier, prodigue; Galician: desbaldidor, desbaldidora; German: verschwenderisch; Greek: αλευροκόπης, αλευροσκόρπης, ανεπρόκοπος, άσωτη, άσωτος, αχαΐρευτη, αχαΐρευτος, εξοδιαστής, ξοδευτής, ξοδεύτρα, ξοδιαστής, ξοδιάστρα, σκορπαλευράς, σκορπαλεύρης, σκορπιοχέρα, σκορπιοχέρης, σκορπιστής, σκορποχέρα, σκορποχέρης, σπάταλη, σπάταλος, τρυπιοχέρης, χαραμοφάγος, χαραμοφάης, χαραμοφάισσα, χαραμοφάος, χαραμοφάς; Ancient Greek: ἀναλωτής, ἄσωτος, ἀταμίευτος, δαπανητής, εἰκαιοδάπανος, ἐκχυμενίτας, ἐκχύτης, ἐντρυφής, ἐξοδιαστής, ἐπαναλωτής, λαφύκτης, ναννάριον, νανναριστής, οἰκοφθόρος, παλινεκχυμενίτας, πατροφάγος, πολυανάλωτος, σιτόκουρος, σκορπιστής, σπαθητής, φιλαναλωτής; Hebrew: פַּזְרָן; Hungarian: költekező, pazarló; Khmer: ចាយវាយ; Macedonian: расипнички; Malayalam: ധൂർത്തൻ; Persian: خَراج, تَلَف‌کار; Portuguese: gastador; Russian: расточительный; Spanish: pródigo, manirroto; Turkish: müsrif, savurgan, çarçurcu