Anonymous

βουβάλιον: Difference between revisions

From LSJ
1
(7)
(1)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βουβάλιον]], το (AM)<br /><b>1.</b> [[είδος]] άγριου αγγουριού<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> [[βουβάλια]], <i>τα</i><br />[[είδος]] βραχιολιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποστηρίχτηκε ότι [[βουβάλιον]] <span style="color: red;"><</span> <i>βου</i>- επιτατικό (<span style="color: red;"><</span> [[βους]]) <span style="color: red;">+</span> [[βάλλω]], πιθ. από συσχετισμό [[προς]] τη βίαιη [[πτώση]] του ώριμου καρπού από το [[δέντρο]] με το παραμικρό [[άγγιγμα]]. Κατ' άλλους, [[βουβάλιον]] <span style="color: red;"><</span> <i>βου</i>- επιτ. (<span style="color: red;"><</span> [[βους]]) με β' συνθετικό μία λ. που συνδέεται με το [[βάλανος]]. Εξάλλου η σημ. «[[είδος]] βραχιολιών» προήλθε ίσως από τη [[μορφή]] τους που θα παρουσίαζε [[ομοιότητα]] με τον καρπό, ενώ άλλοι τα συνδέουν με το [[βούβαλις]] «[[είδος]] αντιλόπης»].
|mltxt=[[βουβάλιον]], το (AM)<br /><b>1.</b> [[είδος]] άγριου αγγουριού<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> [[βουβάλια]], <i>τα</i><br />[[είδος]] βραχιολιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποστηρίχτηκε ότι [[βουβάλιον]] <span style="color: red;"><</span> <i>βου</i>- επιτατικό (<span style="color: red;"><</span> [[βους]]) <span style="color: red;">+</span> [[βάλλω]], πιθ. από συσχετισμό [[προς]] τη βίαιη [[πτώση]] του ώριμου καρπού από το [[δέντρο]] με το παραμικρό [[άγγιγμα]]. Κατ' άλλους, [[βουβάλιον]] <span style="color: red;"><</span> <i>βου</i>- επιτ. (<span style="color: red;"><</span> [[βους]]) με β' συνθετικό μία λ. που συνδέεται με το [[βάλανος]]. Εξάλλου η σημ. «[[είδος]] βραχιολιών» προήλθε ίσως από τη [[μορφή]] τους που θα παρουσίαζε [[ομοιότητα]] με τον καρπό, ενώ άλλοι τα συνδέουν με το [[βούβαλις]] «[[είδος]] αντιλόπης»].
}}
{{etym
|etymtx=1.<br />Grammatical information: n.<br />Meaning: [[bracelet]] (Com., inscr.).<br />Other forms: mostly pl. <b class="b3">-ια</b>. Cf. <b class="b3">βουπάλινα</b> (Delos) und <b class="b3">βουπαλίδες περισκελίδες</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown; <b class="b3">β</b>\/<b class="b3">π</b> points to Pre-Greek (not from <b class="b3">πάλλω</b>!). For the suffix <b class="b3">-ιν-</b> Fur. 145, 373 refers to <b class="b3">γοσσύπινον</b>, <b class="b3">ἀπόλινον</b>. The word is hardly connected with <b class="b3">βούβαλις</b> [[antilope]] (with Robert, Noms indigènes 24-30).<br />2.<br />Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b2">wild cucumber, ἄγριος σικυός</b> (Ps. Diosc., Hp. ap. H.)<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Explained from the pref. <b class="b3">βου</b>- (s.v.) and <b class="b3">βάλλω</b>, as the ripe fruit falls upon touch with an explosion; André, Études class. 24 (1956) 40-2. But this looks like folketymology; the structure of the word is strange.As a plant, rather Pre-Gr.
}}
}}