Anonymous

ἠερόεις: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠερόεις:''' -εσσα, -εν, Επικ. αντί <i>ἀερ-</i> ([[ἀήρ]]), «[[συννεφώδης]]», [[σκοτεινός]], [[ομιχλώδης]], θαμπός, [[ζοφερός]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἠερόεντα [[κέλευθα]], η ζοφερή [[οδός]] (δηλ. ο [[θάνατος]]), σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἠερόεις:''' -εσσα, -εν, Επικ. αντί <i>ἀερ-</i> ([[ἀήρ]]), «[[συννεφώδης]]», [[σκοτεινός]], [[ομιχλώδης]], θαμπός, [[ζοφερός]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἠερόεντα [[κέλευθα]], η ζοφερή [[οδός]] (δηλ. ο [[θάνατος]]), σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{etym
|etymtx=ἠεροειδής Meaning: [[misty]], [[cloudy]],<br />Etymology: s. <b class="b3">ἀήρ</b>, [[ἠέρος]]
}}
}}