Anonymous

ἐρύσιμον: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6_21)
(1b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρύσῐμον''': τὸ, «ἄγριον [[κάρδαμον]]» (Ἡσύχ.), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 1· [[εἰρύσιμον]] ἐν Νικ. Θ. 894· [[ὡσαύτως]] [[ῥύσιμον]]. 2) [[ἐρύσιμον]], «ἑλκύσιμον» Φώτ.
|lstext='''ἐρύσῐμον''': τὸ, «ἄγριον [[κάρδαμον]]» (Ἡσύχ.), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 1· [[εἰρύσιμον]] ἐν Νικ. Θ. 894· [[ὡσαύτως]] [[ῥύσιμον]]. 2) [[ἐρύσιμον]], «ἑλκύσιμον» Φώτ.
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[ἔρυμαι]].
}}
}}