Anonymous

ἐρίσφηλος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(14)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρίσφηλος]], -ον (Α)<br />(επίθ. του Ηρακλή) ο [[μεγαλοδύναμος]], ο [[ερισθενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>άσφηλοι ασθενείς</i><br />σφηλόν γάρ το ισχυρόν» δεν επιτρέπει [[αναγωγή]] της λ. στο ρ. [[σφάλλω]].
|mltxt=[[ἐρίσφηλος]], -ον (Α)<br />(επίθ. του Ηρακλή) ο [[μεγαλοδύναμος]], ο [[ερισθενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>άσφηλοι ασθενείς</i><br />σφηλόν γάρ το ισχυρόν» δεν επιτρέπει [[αναγωγή]] της λ. στο ρ. [[σφάλλω]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: attribute of Herakles (Stesich. 82).<br />Derivatives: Beside it <b class="b3">ἄσφηλοι ἀσθενεῖς</b>. <b class="b3">σφηλὸν γὰρ τὸ ἰσχυρόν</b> H., but the meaning does not fit.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unexplained; connection with [[σφάλλω]] does not fit. Cf. Fick GGA 1894, 227.
}}
}}