Anonymous

ὀλαγμεύειν: Difference between revisions

From LSJ
2b
(28)
(2b)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλαγμεύειν]] (Α)<br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ὀλὰς βάλλειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη θεωρείται η [[σύνδεση]] της λ. με το [[ὀλαί]] / [[οὐλαί]].
|mltxt=[[ὀλαγμεύειν]] (Α)<br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ὀλὰς βάλλειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη θεωρείται η [[σύνδεση]] της λ. με το [[ὀλαί]] / [[οὐλαί]].
}}
{{etym
|etymtx=ὀλαιμ- See also: s. <b class="b3">λαίγματα</b>, <b class="b3">οὐλαι</b>.
}}
}}