Anonymous

ζῆλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "" to "·"
(1b)
m (Text replacement - "" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζῆλος''': -ου, ὁ, παρὰ μεταγεν. -εος, τό, Ἐπιστ. Φιλ. 3. 9 (ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν χ/φων), κτλ. (Πιθ. ἐκ τοῦ ζέω). Πρόθυμος [[ἅμιλλα]], [[μετὰ]] ζήλου [[μίμησις]], εὐγενὴς [[πόθος]] πρὸς ὑπερτέρησιν ἢ πρὸς τοὺς ἄλλους ἐξίσωσιν, ἀντίθ. [[φθόνος]], Πλάτ. Μενεξ. 242A, Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 1˙ ἀλλ’ ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 193, = [[φθόνος]], [[ζηλοτυπία]]˙ συνδυάζονται τὰ δύο παρὰ τῷ Λυσ. 195. 13, Πλάτ. Φιλήβ. 47E, 50B, καὶ (ἐν τῷ πληθ.) Νόμ. 679C εἰς ζῆλον ἰέναι Πολ. 550E. 2) [[μετὰ]] γεν. προσώπου, [[προθυμία]] πρὸς μίμησίν τινος, Σοφ. Ο. Κ. 943˙ κατὰ ζῆλον Ἡρακλέους, ἁμιλλώμενος πρὸς τὸν Ἡρ., Πλούτ. Θησ. 25˙ ζ. [[πρός]] τινα Λουκ. Δημών. 57. 3) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ζῆλον... γάμων ἔχουσα, ἐγείρουσα ἅμιλλαν περὶ τοῦ γάμου, Εὐρ. Ἕκ. 352˙ ζ. τῶν ἀρίστων, εὐγενὴς [[πόθος]] τῶν..., ἀντίθ. φυγὴ τῶν χειρόνων Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 17˙ ἀνδραγαθίας, εὐεξίας, πλούτου, κτλ., Πλούτ. Κορ. 4, κτλ.˙ οὕτω, ζ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Περικλ. 2. 4) προσωποποιούμενος ὡς υἱὸς τῆς Στυγός, ἀδελφὸς δὲ τῆς Βίας, Κράτους, Νίκης, Ἡσ. Θ. 384. ΙΙ. Παθ., τὸ ἀντικείμενον τῆς ἁμίλλης ἢ τοῦ πόθου, [[εὐτυχία]], [[εὐδαιμονία]], [[δόξα]], Σοφ. Αἴ. 503˙ [[ζῆλος]] καὶ χαρὰ Δημ. 300. 23˙ τὸν αὐτὸν ἔχει ζῆλον ὁ [[στέφανος]] ὁ αὐτ. 267. 14˙ ζῆλον καὶ τιμὴν τῇ πόλει φέρει ὁ αὐτ. 641. 8, πρβλ. 317. 9, 1399. 21. ΙΙΙ. περὶ ὕφους λόγου, Ἡγεσίας ὁ [[ῥήτωρ]], ὃς ἦρξε [[μάλιστα]] τοῦ Ἀσιανοῦ λεγομένου ζήλου παραφθείρας τὸ καθεστηκὸς [[ἔθος]] τὸ Ἀττικὸν Στράβ. 648˙ τῷ καλουμένῳ Ἀσιανῷ ζήλῳ τῶν λόγων Πλούτ. Ἀντων. 2˙ - [[ὡσαύτως]], ὁρμητικότης, [[ἀγριότης]], ζ. πυρὸς Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 27.
|lstext='''ζῆλος''': -ου, ὁ, παρὰ μεταγεν. -εος, τό, Ἐπιστ. Φιλ. 3. 9 (ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν χ/φων), κτλ. (Πιθ. ἐκ τοῦ ζέω). Πρόθυμος [[ἅμιλλα]], [[μετὰ]] ζήλου [[μίμησις]], εὐγενὴς [[πόθος]] πρὸς ὑπερτέρησιν ἢ πρὸς τοὺς ἄλλους ἐξίσωσιν, ἀντίθ. [[φθόνος]], Πλάτ. Μενεξ. 242A, Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 1˙ ἀλλ’ ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 193, = [[φθόνος]], [[ζηλοτυπία]]˙ συνδυάζονται τὰ δύο παρὰ τῷ Λυσ. 195. 13, Πλάτ. Φιλήβ. 47E, 50B, καὶ (ἐν τῷ πληθ.) Νόμ. 679C· εἰς ζῆλον ἰέναι Πολ. 550E. 2) [[μετὰ]] γεν. προσώπου, [[προθυμία]] πρὸς μίμησίν τινος, Σοφ. Ο. Κ. 943˙ κατὰ ζῆλον Ἡρακλέους, ἁμιλλώμενος πρὸς τὸν Ἡρ., Πλούτ. Θησ. 25˙ ζ. [[πρός]] τινα Λουκ. Δημών. 57. 3) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ζῆλον... γάμων ἔχουσα, ἐγείρουσα ἅμιλλαν περὶ τοῦ γάμου, Εὐρ. Ἕκ. 352˙ ζ. τῶν ἀρίστων, εὐγενὴς [[πόθος]] τῶν..., ἀντίθ. φυγὴ τῶν χειρόνων Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 17˙ ἀνδραγαθίας, εὐεξίας, πλούτου, κτλ., Πλούτ. Κορ. 4, κτλ.˙ οὕτω, ζ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Περικλ. 2. 4) προσωποποιούμενος ὡς υἱὸς τῆς Στυγός, ἀδελφὸς δὲ τῆς Βίας, Κράτους, Νίκης, Ἡσ. Θ. 384. ΙΙ. Παθ., τὸ ἀντικείμενον τῆς ἁμίλλης ἢ τοῦ πόθου, [[εὐτυχία]], [[εὐδαιμονία]], [[δόξα]], Σοφ. Αἴ. 503˙ [[ζῆλος]] καὶ χαρὰ Δημ. 300. 23˙ τὸν αὐτὸν ἔχει ζῆλον ὁ [[στέφανος]] ὁ αὐτ. 267. 14˙ ζῆλον καὶ τιμὴν τῇ πόλει φέρει ὁ αὐτ. 641. 8, πρβλ. 317. 9, 1399. 21. ΙΙΙ. περὶ ὕφους λόγου, Ἡγεσίας ὁ [[ῥήτωρ]], ὃς ἦρξε [[μάλιστα]] τοῦ Ἀσιανοῦ λεγομένου ζήλου παραφθείρας τὸ καθεστηκὸς [[ἔθος]] τὸ Ἀττικὸν Στράβ. 648˙ τῷ καλουμένῳ Ἀσιανῷ ζήλῳ τῶν λόγων Πλούτ. Ἀντων. 2˙ - [[ὡσαύτως]], ὁρμητικότης, [[ἀγριότης]], ζ. πυρὸς Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 27.
}}
}}
{{bailly
{{bailly