Anonymous

ὀχυρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "" to "·"
(2b)
m (Text replacement - "" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχῠρός''': -ά, -όν, (ἔχω) ὡς τὸ [[ἐχυρός]], [[στερεός]], [[διαρκής]], [[δυνατός]], ἐπὶ ξύλου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 427 (ἐν τῷ ὑπερθ. ὀχυρώτατος)˙ ὀχυροῖς ἕρκεσιν εἴργειν (Κῶδ. Μεδ. ἐχυροῖς) Αἰσχύλ. Πέρσ. 90˙ ἐπὶ ἀνδρῶν, [[αὐτόθι]] 78, Ἀγ. 44. 2) ἐπὶ τόπων, [[ἰσχυρός]], [[ἀσφαλής]], παρθενῶνες Εὐρ. Ι. Α. 738˙ [[κυρίως]] ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἐπὶ φρουρίου ἢ ἀσφαλοῦς στρατηγικῆς θέσεως, [[ἀσφαλής]], [[ἐχυρός]], [[ὄρος]] Ξενοφ. Ἀν. 1. 2, 22˙ [[χωρίον]] [[αὐτόθι]] 24, Ἰσοκρ. 194D [[πόλις]] Πολύβ. 7. 15˙ 2˙ τὰ ὀχυρὰ Ξενοφ. Κύρ. 6. 1, 15, κτλ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐρ. Μήδ. 124.
|lstext='''ὀχῠρός''': -ά, -όν, (ἔχω) ὡς τὸ [[ἐχυρός]], [[στερεός]], [[διαρκής]], [[δυνατός]], ἐπὶ ξύλου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 427 (ἐν τῷ ὑπερθ. ὀχυρώτατος)˙ ὀχυροῖς ἕρκεσιν εἴργειν (Κῶδ. Μεδ. ἐχυροῖς) Αἰσχύλ. Πέρσ. 90˙ ἐπὶ ἀνδρῶν, [[αὐτόθι]] 78, Ἀγ. 44. 2) ἐπὶ τόπων, [[ἰσχυρός]], [[ἀσφαλής]], παρθενῶνες Εὐρ. Ι. Α. 738˙ [[κυρίως]] ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἐπὶ φρουρίου ἢ ἀσφαλοῦς στρατηγικῆς θέσεως, [[ἀσφαλής]], [[ἐχυρός]], [[ὄρος]] Ξενοφ. Ἀν. 1. 2, 22˙ [[χωρίον]] [[αὐτόθι]] 24, Ἰσοκρ. 194D· [[πόλις]] Πολύβ. 7. 15˙ 2˙ τὰ ὀχυρὰ Ξενοφ. Κύρ. 6. 1, 15, κτλ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐρ. Μήδ. 124.
}}
}}
{{bailly
{{bailly