3,251,689
edits
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔδιος''': -ον, (ἴδε ἐν λέξ. [[δῖος]]): -[[γαλήνιος]], [[καθαρός]], [[λαμπρός]], επὶ ἀέρος, καιροῦ, θαλάσσης, [[ἄνεμος]] Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, | |lstext='''εὔδιος''': -ον, (ἴδε ἐν λέξ. [[δῖος]]): -[[γαλήνιος]], [[καθαρός]], [[λαμπρός]], επὶ ἀέρος, καιροῦ, θαλάσσης, [[ἄνεμος]] Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 38· εὔδια πάντα Θεόκρ. 22. 22· ἁλὸς ἄκραι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 521, κτλ.· [[θερμός]], [[μαλακός]], [[ἤπιος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[χειμέριος]], Πινδ. Π. 5. 12· χειμὼν Ἱππ. π. Ἀέρ. 287· ἐπὶ προσώπων, [[ἤπιος]], [[φαιδρός]], εὔχαρι, Ὀππ. Ἁλ. 4. 29· τὸ [[εὔδιον]] τοῦ προσώπου Μ. Ἀντων. 6. 30: - οὐδ. [[εὔδιον]], εὔδια, ὡς Ἐπίρρ. Ὀππ. Κυν. 1. 44, Ἀνθ. Π. 10. 14: - ἀνώμαλ. Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. εὐδιέστερος, -έστατος Ἰππ. π. Ἀέρ., ἔνθ’ ἀνωτ.· [[εὐδιαίτερος]] Ξεν., ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐξερχόμενος ἢ ἀσχολούμενος ἐν καλοκαιρίᾳ, Ἄρατ. 916· φέρων ὡραῖον καιρόν, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 24. Ἐκ τῆς ποσότητος τοῦ [[δῖος]] θὰ ἐνόμιζέ τις ὅτι τὸ ι [[εἶναι]] μακρὸν ἐν τῷ [[εὔδιος]], [[εὐδία]], κτλ.· ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ ἔχουσιν ῐ ἐν ἀμφοτέροις· μόνον ἐν Ὀρφ., ἔνθ’ ἀνωτ., ἐν ἄρσει ῑ ὡς καὶ ἐν Ἀράτ. 784, 823, 850: ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 15, 4 ὁ Βεκκῆρος ἔγραψεν εὐδῖαι, [[ἴσως]] κατὰ λάθος. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |