Anonymous

καταχέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
(nl)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταχέω''': μέλλ. -χεῶ: ἀόρ. α΄κατέχεα, Ἐπικ. κατέχευα, ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[τύπος]] πλὴν τοῦ συγκεκομ. Ἐπικ. ἀορ. παθ. κατέχυτο, κατέχυντο ἐν Ἰλ. Υ. 282, Ὀδ. Μ. 411˙ [[κακχέει]], κακχέεται, κακχεῦσαι Αἰολ. τύποι. Χύνω κατεπάνω τινὸς, [[ἐπιχύνω]], μετ. δοτ. καὶ αἰτ., [[κυρίως]] ἐπὶ ὑγρῶν, ἀλλὰ καὶ μεταφορ., [[παρέχω]] ἐν ἀφθονίᾳ, πλουσιοπαρόχως, κὰδ δὲ οἱ [[ὕδωρ]] χεῦαν Ἰλ. Ξ. 435˙ [[οὕτως]], ἢ ῥὰ οἱ ἀχλὺν θεσπεσίην κατέχευε Ὀδ. Η. 42˙ ὄρεος κορυφῇσι Νότος κατέχευεν ὁμίχλην Ἰλ. Γ. 10˙ τῷ γε [[χάριν]] θεσπεσίην κατέχευεν [[Ἀθήνη]] Ὀδ. Β. 12, κτλ˙ [[σφιν]] θεσπέσιον πλοῦτον κατέχευε [[Κρονίων]] Ἰλ. Β. 670˙ μὴ σφῶϊν ἐλεγχείην καταχεύῃ Ἰλ. Ψ. 408, πρβλ. Ὀδ. Λ. 433, Ξ. 38˙ ἐμῇ κεφαλῇ κατ’ ὀνείδεα χεῦαν Ὀδ. Χ. 463˙ κὰδ δ’[[ἄχος]] οἱ χύτο ὀφθαμοῖσιν Ἰλ. Υ. 282˙- οὕτω παρὰ Πινδ. Π. 1. 14, Χρησ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140, κτλ.˙- ἀλλ’ ἡ κοινὴ μεθ’ Ὅμ. [[χρῆσις]] ἦτο: [[καταχέω]] τί τινος (ἥτις [[σύνταξις]] ἀπαντᾶ [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., ὃ σφωῖν… [[ἔλαιον]] χαιτάων κατέχευεν Ἰλ. Ψ. 282)˙ καταχέουσι αἶμα τοῦ ἀκινάκεος Ἡρόδ. 4. 62˙ κατάχει σὺ τῆς χορδῆς τὸ [[μέλι]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 1040˙ τοῦ δήμου καταχεῖν… πλουθυγίειαν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1091˙ ἵππερόν μου κατέχεεν τῶν χρημάτων ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 74, πρβλ. Πλ. 790˙ βλασφημίαν τῶν ἱερῶν κ. Πλάτ. Νόμ. 800D˙ δόξαν κ. τῶν ἀνθρώπων, [[διασπείρω]] φήμην κατὰ τῶν ἀνθρώπων 814B, καὶ ἴδε [[κατάχυσμα]]˙ [[ὡσαύτως]], [[μύρον]] κατὰ τῆς κεφαλῆς κ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 398 Α˙ καὶ ἐν τῷ Μέσῳ, κατὰ τῶν ἱματίων καταχεόμενοι, δηλ. τὸν [[οἶνον]] ἀφίνοντες νὰ χύνηται [[ὑπεράνω]]…, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 637Ε˙- Παθ., κατὰ ταῖν κόραιν ὕπνου τι καταχεῖται γλυκὺ Ἀριστοφ. Σφ. 7. 2) [[ἁπλῶς]], [[ἐπιχέω]] ἀφθόνως, χιόνα, νιφάδας Ὀδ. Τ. 206, Ἰλ. Μ. 158˙ ψιάδας κ. ἔραζε Π. 459˙ κατὰ δάκρυ χέουσα Ἰλ. Α. 413, Γ. 142, κτλ.˙ θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέων Εὐρ. Ι. Α. 40˙ καὶ Παθ., δάκρυσί μου βλέφαρα καταχυθέντα τέγγεται ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 854˙ οὔτω, κατὰ δ’ [[ἠέρα]] πουλὺν ἔχευεν Ἰλ. Θ. 50 κατὰ δ’ [[ὕπνον]] ἔχευεν Ὀδ. Λ. 245, καὶ Παθ., [[σκοτοδινία]] κατεχύθη Πλάτ. Σοφ. 264C. β) [[ῥίπτω]] [[κάτω]], [[θύσθλα]] [[χαμαὶ]] κατέχευαν Ἰλ. Ζ. 134˙ κατὰ δ’ [[ἡνία]] χεῦεν ἔραζε Ρ. 619˙ ὅπλα τε πάντα εἰς ἄντλον κατέχυνθ’ Ὀδ. Μ. 411˙ πέπλον μὲν… κατέχευεν ἐπ’ οὔδει, ἀφῆκε νὰ καταπέσῃ ἐπὶ τοῦ πατώματος, Ἰλ. Ε. 734, πρβλ. Θ. 385˙ [[τεῖχος]]… εἰς ἅλα πᾶν κ. Η. 461·- [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Τίμ. 41D, Καλλ. εἰς Δήμ. 5. 3) Παθ., ἐπιχύνομαι ἀνὰ τὸν τόπον, [[κεῖμαι]] κατὰ σωροὺς, ὁ [[χῶρος]] ἐν τῷ αἱ ἄκανθαι τῶν [[ὀφίων]] κατακεχύαται Ἡρόδ. 2. 75. ΙΙ. [[κατατήκω]], [[ἀναλύω]], ποιῶ τι ῥευστὸν ([[χύνω]]), χρυσὸν ἐς πίθους Ἡρόδ. 3. 96˙ καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, χρυσὸν καταχέασθαι, διατάττω νὰ τήξωσιν…, 1. 50.
|lstext='''καταχέω''': μέλλ. -χεῶ: ἀόρ. α΄κατέχεα, Ἐπικ. κατέχευα, ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[τύπος]] πλὴν τοῦ συγκεκομ. Ἐπικ. ἀορ. παθ. κατέχυτο, κατέχυντο ἐν Ἰλ. Υ. 282, Ὀδ. Μ. 411· [[κακχέει]], κακχέεται, κακχεῦσαι Αἰολ. τύποι. Χύνω κατεπάνω τινὸς, [[ἐπιχύνω]], μετ. δοτ. καὶ αἰτ., [[κυρίως]] ἐπὶ ὑγρῶν, ἀλλὰ καὶ μεταφορ., [[παρέχω]] ἐν ἀφθονίᾳ, πλουσιοπαρόχως, κὰδ δὲ οἱ [[ὕδωρ]] χεῦαν Ἰλ. Ξ. 435· [[οὕτως]], ἢ ῥὰ οἱ ἀχλὺν θεσπεσίην κατέχευε Ὀδ. Η. 42· ὄρεος κορυφῇσι Νότος κατέχευεν ὁμίχλην Ἰλ. Γ. 10· τῷ γε [[χάριν]] θεσπεσίην κατέχευεν [[Ἀθήνη]] Ὀδ. Β. 12, κτλ· [[σφιν]] θεσπέσιον πλοῦτον κατέχευε [[Κρονίων]] Ἰλ. Β. 670· μὴ σφῶϊν ἐλεγχείην καταχεύῃ Ἰλ. Ψ. 408, πρβλ. Ὀδ. Λ. 433, Ξ. 38· ἐμῇ κεφαλῇ κατ’ ὀνείδεα χεῦαν Ὀδ. Χ. 463· κὰδ δ’[[ἄχος]] οἱ χύτο ὀφθαμοῖσιν Ἰλ. Υ. 282·- οὕτω παρὰ Πινδ. Π. 1. 14, Χρησ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140, κτλ.·- ἀλλ’ ἡ κοινὴ μεθ’ Ὅμ. [[χρῆσις]] ἦτο: [[καταχέω]] τί τινος (ἥτις [[σύνταξις]] ἀπαντᾶ [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., ὃ σφωῖν… [[ἔλαιον]] χαιτάων κατέχευεν Ἰλ. Ψ. 282)· καταχέουσι αἶμα τοῦ ἀκινάκεος Ἡρόδ. 4. 62· κατάχει σὺ τῆς χορδῆς τὸ [[μέλι]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 1040· τοῦ δήμου καταχεῖν… πλουθυγίειαν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1091· ἵππερόν μου κατέχεεν τῶν χρημάτων ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 74, πρβλ. Πλ. 790· βλασφημίαν τῶν ἱερῶν κ. Πλάτ. Νόμ. 800D· δόξαν κ. τῶν ἀνθρώπων, [[διασπείρω]] φήμην κατὰ τῶν ἀνθρώπων 814B, καὶ ἴδε [[κατάχυσμα]]· [[ὡσαύτως]], [[μύρον]] κατὰ τῆς κεφαλῆς κ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 398 Α· καὶ ἐν τῷ Μέσῳ, κατὰ τῶν ἱματίων καταχεόμενοι, δηλ. τὸν [[οἶνον]] ἀφίνοντες νὰ χύνηται [[ὑπεράνω]]…, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 637Ε·- Παθ., κατὰ ταῖν κόραιν ὕπνου τι καταχεῖται γλυκὺ Ἀριστοφ. Σφ. 7. 2) [[ἁπλῶς]], [[ἐπιχέω]] ἀφθόνως, χιόνα, νιφάδας Ὀδ. Τ. 206, Ἰλ. Μ. 158· ψιάδας κ. ἔραζε Π. 459· κατὰ δάκρυ χέουσα Ἰλ. Α. 413, Γ. 142, κτλ.· θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέων Εὐρ. Ι. Α. 40· καὶ Παθ., δάκρυσί μου βλέφαρα καταχυθέντα τέγγεται ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 854· οὔτω, κατὰ δ’ [[ἠέρα]] πουλὺν ἔχευεν Ἰλ. Θ. 50 κατὰ δ’ [[ὕπνον]] ἔχευεν Ὀδ. Λ. 245, καὶ Παθ., [[σκοτοδινία]] κατεχύθη Πλάτ. Σοφ. 264C. β) [[ῥίπτω]] [[κάτω]], [[θύσθλα]] [[χαμαὶ]] κατέχευαν Ἰλ. Ζ. 134· κατὰ δ’ [[ἡνία]] χεῦεν ἔραζε Ρ. 619· ὅπλα τε πάντα εἰς ἄντλον κατέχυνθ’ Ὀδ. Μ. 411· πέπλον μὲν… κατέχευεν ἐπ’ οὔδει, ἀφῆκε νὰ καταπέσῃ ἐπὶ τοῦ πατώματος, Ἰλ. Ε. 734, πρβλ. Θ. 385· [[τεῖχος]]… εἰς ἅλα πᾶν κ. Η. 461·- [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Τίμ. 41D, Καλλ. εἰς Δήμ. 5. 3) Παθ., ἐπιχύνομαι ἀνὰ τὸν τόπον, [[κεῖμαι]] κατὰ σωροὺς, ὁ [[χῶρος]] ἐν τῷ αἱ ἄκανθαι τῶν [[ὀφίων]] κατακεχύαται Ἡρόδ. 2. 75. ΙΙ. [[κατατήκω]], [[ἀναλύω]], ποιῶ τι ῥευστὸν ([[χύνω]]), χρυσὸν ἐς πίθους Ἡρόδ. 3. 96· καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, χρυσὸν καταχέασθαι, διατάττω νὰ τήξωσιν…, 1. 50.
}}
}}
{{bailly
{{bailly