Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θεοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεοφόρος''': -ον, ([[φέρω]]) φέρων θεόν, πόδες Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 224. 2) θ. ὀνόματα, ὀνόματα παραγόμενα ἐξ ὀνομάτων θεῶν, ὡς Διόδωρος Ἀθήν. 448E. ΙΙ. θεόφορος, ον, [[θεοφόρητος]], κατεχόμενος ὑπὸ θεοῦ, [[θεόπνευστος]], [[ἔνθεος]], [[πόθεν]]... θεοφόρους ἔχεις ματαίους δύας...; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1150˙ - [[ὡσαύτως]] παρὰ Χριστιανοῖς συγγραφεῦσιν, ὡς Συλλ. Ἐπιγρ. 8766.
|lstext='''θεοφόρος''': -ον, ([[φέρω]]) φέρων θεόν, πόδες Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 224. 2) θ. ὀνόματα, ὀνόματα παραγόμενα ἐξ ὀνομάτων θεῶν, ὡς Διόδωρος Ἀθήν. 448E. ΙΙ. θεόφορος, ον, [[θεοφόρητος]], κατεχόμενος ὑπὸ θεοῦ, [[θεόπνευστος]], [[ἔνθεος]], [[πόθεν]]... θεοφόρους ἔχεις ματαίους δύας...; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1150· - [[ὡσαύτως]] παρὰ Χριστιανοῖς συγγραφεῦσιν, ὡς Συλλ. Ἐπιγρ. 8766.
}}
}}
{{grml
{{grml