θεοφόρος
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
English (LSJ)
(-φόρ-), ον, (φέρω)
A god-bearing, bearing a god, carrying a god, inspired by God, πόδες A.Fr.225.
II θεόφορος, ον, possessed by a god, inspired, θ. δύαι the pains of inspiration, Id.Ag. 1150 (lyr.), cf. Phld.D.1.4.
2 θ. ὀνόματα names derived from a god, as Διόδωρος, Ath.10.448e.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inspiré par un dieu.
Étymologie: θεός, φέρω.
German (Pape)
[Seite 1199] Gott tragend, Aesch. bei Poll. 10, 22; ὀνόματα, die von Götternamen abgeleitet sind, Ath. X, 448 e; – θεόφορος, von Gott gesandt, δύαι Aesch. Ag. 1 150; K. S.
Russian (Dvoretsky)
θεοφόρος:
1 несущий бога (πόδες Aesch.);
2 грам. содержащий имя бога (ὀνόματα, напр. Διομήδης, Διόδωρος).
Greek (Liddell-Scott)
θεοφόρος: -ον, (φέρω) φέρων θεόν, πόδες Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 224. 2) θ. ὀνόματα, ὀνόματα παραγόμενα ἐξ ὀνομάτων θεῶν, ὡς Διόδωρος Ἀθήν. 448E. ΙΙ. θεόφορος, ον, θεοφόρητος, κατεχόμενος ὑπὸ θεοῦ, θεόπνευστος, ἔνθεος, πόθεν... θεοφόρους ἔχεις ματαίους δύας...; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1150· - ὡσαύτως παρὰ Χριστιανοῖς συγγραφεῦσιν, ὡς Συλλ. Ἐπιγρ. 8766.
Greek Monolingual
-ο (AM θεοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει μέσα του τον θεό, ο θεόπνευστος («οι θεοφόροι πατέρες»)
αρχ.
1. αυτός που κρατά τον θεό («θεοφόροι πόδες», Αισχύλ.)
2. φρ. «θεοφόρα ὀνόματα» — ονόματα παράγωγα από ονόματα θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -φόρος (< φέρω), πρβλ. ζωηφόρος, τροχοφόρος.