3,274,913
edits
(nl) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατερύω''': Ἰων. -ειρύω: μέλλ. -ύσω, [[καθέλκω]], | |lstext='''κατερύω''': Ἰων. -ειρύω: μέλλ. -ύσω, [[καθέλκω]], καθελκύω·- [[σύρω]] [[κάτω]], [[καταβιβάζω]] ἐκ τῆς ξηρᾶς εἰς τὴν θάλασσαν, [[συχνάκις]] ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ πλοίων, Λατ. deducere naves, τήν γε νῆα κατείρυσεν εἰς ἅλα δῖαν μοχλοῖσιν, ἐν τῷ πεζῷ, καθελκύσαι ναῦν, Ε. 261, κτλ.· καὶ ἐν τῷ παθ., Θ. 151· νῆα κατειρύσθαι Ξ. 332, κτλ.· οὕτω, κατειρύσαντες ἐς Σαλαμῖνα τὰ ναυήγια Ἡρόδ. 8. 96·- [[ὡσαύτως]], κατείρυσε οὔθατα μόσχου, ἤμελξεν, (Σχολ. «καταρρεῦσαι ἐποίησεν»), Νικ. Θηρ. 552· κ. τόξα, [[ἕλκω]], [[ἐντείνω]] [[τόξον]], Ἀνθ. Π. 9. 16·- ἐν τῷ μέσ., κὰδ δ’ ἄρα [[λαῖφος]] ἐρυσσάμενοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 931. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |