Anonymous

κούριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "˙" to "·"
(21)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κούριος''': -ον, [[νεανικός]], ἀναγιγνωσκόμενον ὑπὸ τοῦ Εὐσταθίου ἐν νόθῳ τινὶ στίχῳ παρεμβαλλομένῳ [[μετὰ]] τὸν ἐν Ἰλ. Ν. 433˙ [[ὡσαύτως]] ἐν Χρησμ. παρὰ Παυσ. 9. 14, 3, Ὀρφ. Ἀργ. 1347.
|lstext='''κούριος''': -ον, [[νεανικός]], ἀναγιγνωσκόμενον ὑπὸ τοῦ Εὐσταθίου ἐν νόθῳ τινὶ στίχῳ παρεμβαλλομένῳ [[μετὰ]] τὸν ἐν Ἰλ. Ν. 433· [[ὡσαύτως]] ἐν Χρησμ. παρὰ Παυσ. 9. 14, 3, Ὀρφ. Ἀργ. 1347.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κούριος]], -ον (Α) [[[κούρος]] (Ι)]<br />[[νέος]], [[νεανικός]] («καὶ [[τότε]] παρθενίης νοσφίζετο [[κούριον]] [[ἄνθος]]», <b>Ορφ.</b>).
|mltxt=[[κούριος]], -ον (Α) [[[κούρος]] (Ι)]<br />[[νέος]], [[νεανικός]] («καὶ [[τότε]] παρθενίης νοσφίζετο [[κούριον]] [[ἄνθος]]», <b>Ορφ.</b>).
}}
}}